Για να γίνουν αλλαγές πρέπει κανείς να επενδύσει στους ανθρώπους
Με την Ελεύθερνα, ο Νίκος Σταμπολίδης έχει σχέση ζωής που κρατά 30 χρόνια. «Συχνά μου έκαναν προτάσεις να σκάψω και σε άλλα μέρη. Αρνήθηκα. Θέλησα να φτιάξω την Ελεύθερνα ως μοντέλο ανασκαφής, συντήρησης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων, δίνοντας όλη μου την ενέργεια για να μπορέσω να κάνω κάτι ολοκληρωμένο. Τώρα προτεραιότητά μου είναι να ολοκληρωθεί σωστά το νέο μουσείο και κυρίως να βρούμε τρόπους ώστε να είναι οικονομικά βιώσιμο και –ει δυνατόν– αυτοδιαχειριζόμενο. Στην προσπάθειά μας να γίνουν όλα αυτά με σωστό τρόπο, είχαμε την αμέριστη συμπαράσταση του υπουργείου Πολιτισμού. Καταφέραμε να αξιοποιήσουμε τα ευρωπαϊκά κοινοτικά κονδύλια από το Γ΄ ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ, αλλά και να συσπειρώσουμε τον ντόπιο πληθυσμό. Εύποροι συνάνθρωποί μας συνέβαλαν επίσης οικονομικά στην όλη προσπάθεια. Ξέρετε, όταν σε βλέπουν να αφιερώνεσαι σε ένα στόχο και κάτω από σκληρές συνθήκες, σε σέβονται. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών μας έχουν δει να εργαζόμαστε μερόνυχτα, να κοιμόμαστε στους καναπέδες των σπιτιών τους και να κάνουμε μπάνιο με το λάστιχο του κήπου. Στην αρχή όλα ήταν δύσκολα. Αρκετά χρόνια μετά την έναρξη των ερευνών δημιουργήσαμε το «Σπίτι της ανασκαφής», για να μπορούμε να μένουμε εκεί. Η ευαισθητοποίηση και επιμόρφωση των κατοίκων ήταν στα πρώτα μας μελήματα. Ενας σωστός αρχαιολόγος δεν μπορεί να κοιτά μόνο την επιστήμη και να γυρίζει την πλάτη στον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν μπορείς να ασχολείσαι με το παρελθόν του ανθρώπου και να αψηφάς τη ζωή που είναι μπροστά σου. Είναι ανακόλουθο».
Η αρχόντισσα
Από τις συναντήσεις που άλλαξαν τη ζωή του, ήταν αυτή με την Ντόλλυ Γουλανδρή: «Γνωριστήκαμε το 1992, όταν ήμουν πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Μου έκανε εντύπωση η αρχοντιά της και το βαθύ ενδιαφέρον για τον αρχαίο πολιτισμό, η αφοσίωσή της στο μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, χωρίς ποτέ να έχει σκεφτεί τον κόπο ή τα χρήματα που έδωσε για να φτιάξει τη συλλογή και να επαναπατρίσει αρχαία. Ηταν μια σπάνια γυναίκα με μεγάλη ευαισθησία και αισθητήριο στους ανθρώπους που επέλεγε να έχει γύρω της. Ενα χρόνο αργότερα, το 1993, επισκέφθηκε την έκθεση με τα πρώτα ευρήματα της Ελεύθερνας στο Ρέθυμνο και αμέσως θέλησε να οργανώσει και ένα αντίστοιχο αφιέρωμα στην Αθήνα, κάτι που πραγματοποιήθηκε τελικά το 1994. Αναπτύξαμε μια σχέση αλληλοσεβασμού που οδήγησε στην επαγγελματική μας συνεργασία το 1996. Εκτοτε είμαι ακόμα διευθυντής στο μουσείο και μαζί με τη δουλειά στο πανεπιστήμιο, προσπαθώ –όπως όλοι μας– και με έργα να τιμώ τη μνήμη της. Πρέπει μάλιστα να πω ότι η Ντόλλυ είχε αντιληφθεί από νωρίς ότι για να έχει επισκέπτες ένα μουσείο δεν αρκεί μια καλή συλλογή, αλλά και ένα ενδιαφέρον περιοδικό εκθεσιακό πρόγραμμα, μια πολιτική την οποία ενστερνίζεται και η σημερινή μας πρόεδρος Σάντρα Μαρινοπούλου».
Πώς μπορεί η αρχαιολογία να γίνει ελκυστική; «Πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του τον σύγχρονο θεατή και τις ανάγκες του, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι θα κάνεις εκπτώσεις στην επιστημονική έρευνα ή την τεκμηρίωση, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος. Οι εκθέσεις για τους Πλόες ή τον Ερωτα που είχαν χιλιάδες επισκέπτες, το απέδειξαν στην πράξη. Τώρα ετοιμάζουμε τα άλλα δύο μέρη της τριλογίας των πανανθρώπινων θεμάτων, την Υγεία και τον Θάνατο. Ο κορμός των εκθέσεών μας στο Κυκλαδικής έχει να κάνει με την αρχαιολογία, αυτές είναι οι ρίζες του δένδρου μας. Ομως τα κλαδιά φτάνουν και σε άλλες ιστορικές περιόδους, ακόμα και στο σήμερα. Πιστεύω, πάντως, μετά το ενδιαφέρον που έδειξαν οι ξένοι συνάδελφοι τόσο για τον Ερωτα όσον και για τις «Πριγκίπισσες», ότι η Ελλάδα μπορεί να εξάγει εξαιρετικές εκθέσεις στο εξωτερικό. Θεωρώ ότι το υπουργείο Πολιτισμού θα σταθεί αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια εξωστρέφειας και θα καταρτίσει μια εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Πάντως, χώροι όπως π.χ. η Ελεύθερνα, η Βεργίνα, η Μεσσήνη κ.λπ. έχουν χαράξει ένα δρόμο στον οποίο η Αρχαιολογική Υπηρεσία συνεργάζεται άριστα με τα πανεπιστήμια, ατενίζοντας το μέλλον, με ευελιξία, εξωστρέφεια».
Ως διευθυντής ενός ιδιωτικού μουσείου, απολαμβάνει ένα είδος σταθερότητας και ασφάλειας που δεν υπάρχει στα δημόσια μουσεία, τα οποία ταλανίζονται από την κρίση. Πώς το σχολιάζει; «Ξέρω από πρώτο χέρι τον αγώνα που δίνουν οι συνάδελφοί μου στα δημόσια μουσεία για να καταφέρουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων όταν η οικονομική κατάσταση τούς αναγκάζει να υλοποιήσουν διαφορετικό σκεπτικό («φιλοσοφία») λειτουργίας και ανάπτυξης. Θεωρώ, πάντα, ότι για να γίνουν αλλαγές πρέπει κανείς να στηριχθεί στους ανθρώπους μέσα στα ίδια τα μουσεία, να επενδύσει στον ανθρώπινο παράγοντα, στην επιμόρφωσή τους. Ας μην ξεχνάμε πάντως κάτι σημαντικό. Νομίζω ότι στην παρούσα δύσκολη κατάσταση τα μουσεία πρέπει να συνεχίσουν να είναι σχολεία για την ίδια την κοινωνία. Πιστεύω βαθιά στον παιδευτικό μας ρόλο για να κρατηθούμε ζωντανοί στη συνείδηση των πολιτών που δοκιμάζονται από την ύφεση».