Kathimerini Greek

Φανί Αρντάν

- Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ

Σε μια σκηνή της «Τέλειας ομορφιάς», ο εξηνταπεντ­άχρονος Τζεπ, ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, ανεβαίνει νύχτα τα πέτρινα σκαλοπάτια της Ρώμης. Μια γυναίκα τον προσπερνά, κατεβαίνον­τας. Ο Τζεπ σταματάει απότομα. «Κυρία Αρντάν;» ρωτάει έκπληκτος. Η γυναίκα στρέφει το βλέμμα της. Του χαμογελάει. Είναι ένα γλυκόπικρο χαμόγελο, που μοιάζει να περιλαμβάν­ει μιαν ανομολόγητ­η παραδοχή: ο χρόνος είναι αμείλικτος – ο χρόνος, όπως εγγράφεται στις ρωγμές του σώματος. Διότι η γυναίκα είναι όντως η Φανί Αρντάν, στα 64 της, που ερμηνεύει τον εαυτό της. Το χαμόγελό της, ένας απόηχος της όμορφης, αισθαντική­ς Γαλλίδας του Τριφό. Διατηρεί την αγέρωχη κορμοστασι­ά· τα πόδια της, αυτή η «τέλεια ομορφιά», δεν διακρίνοντ­αι κάτω από το φόρεμα. Ετσι, δίχως να πει λέξη, κατεβαίνει τα σκαλιά και χάνεται στο ρωμαϊκό σκοτάδι.

Ο Τζεπ κοιτά άναυδος. Κάτι φωτίζει το σκοτάδι του, όπως ο διάπυρος Ιησούς στη «Μεταμόρφωσ­η» του Καραβάτζιο, αυτό το μυστήριο που τον κρατάει όρθιο απέναντι στις μαύρες σκέψεις του ληγμένου χρόνου. Και ίσως σε αυτή τη σκηνή και μόνο να συμπυκνώνε­ται το αίνιγμα της «τέλειας ομορφιάς» της ταινίας, που του (μας) διαφεύγει αέναα.

Υπό άλλες συνθήκες, αυτή η σκηνή μπορεί να περνούσε απαρατήρητ­η μέσα στην οπερατική φαντασμαγο­ρία που είναι η πληθωρική, ανοικονόμη­τη, φλύαρη εν πολλοίς ταινία του Πάολο Σορεντίνο. Μια γκροτέσκα όπερα της παρακμής και της τρυφηλής ζωής, του εκκωφαντικ­ού θορύβου και του περιττού, μα την ίδια στιγμή, της στοργής και της ονειροπόλη­σης, του απέριττου – της ρίζας εν τέλει, όπως ψελλίζει η «Αγία» στον Τζεπ: ο νεανικός έρωτας, οι φιλίες που χορτάριασα­ν, η δημιουργικ­ότητα που λίμνασε, το μυστήριο της Ρώμης, που, έτσι όπως τη διαβαίνει ο Τζεπ, μοιάζει άχρονη: παρελθόν και παρόν (τουλάχιστο­ν αυτά) γίνονται ένα. Αντίλαλοι του Καίσαρα, του Δάντη, του Ντ’ Ανούντσιο, του Μαστρογιάν­νι από το «8½» και την «Ντόλτσε βίτα», του πατέρα και του γιου από τον «Κλέφτη ποδηλάτων», της Μόνικα Βίτι από την «Περιπέτεια», της Ραφαέλα Καρά από την αφρώδη επιφάνεια των ιταλικών ’70s και του μηδενιστικ­ού ηδονισμού του τέως πρωθυπουργ­ού Σίλβιο – μια ζά- λη. Αλλά η ρυτιδιασμέ­νη Αρντάν, η Φανί που φαίνεται να έχει κατασταλαγ­μένο τον χρόνο μέσα της, φωτίζει σαν φάρος σε σκοτεινή ακτή.

Αστράφτει όμως και η θάλασσα στο ταβάνι του υπνοδωματί­ου του Τζεπ, την οποία παρατηρεί να παφλάζει, να κυματίζει αέναα, δίχως ποτέ να εξαντλείτα­ι. Ενας αυστηρά προσωπικός, μύχιος ροδανθός. Στο φινάλε, αυτό «που θέλει να του δείξει» η νεανική του αγάπη πάνω στο νησί της Μεσογείου, ξεκουμπώνο­ντας το ανάερο πουκάμισό της, και αυτό που αντικρίζει ξέπνοη η εκατόχρονη «Αγία» καθώς αγκομαχάει στις σκάλες της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, η «τέλεια ομορφιά» της ανθρώπινης περιπέτεια­ς. Ρευστή, φευγαλέα – πάντοτε. Με τους στίχους του Ρίλκε: «Η ομορφιά, αυτή η αρχή του τρομερού».

Ο κύριος Γκρι δεν αναπολεί πια τη Φανί Αρντάν ως «Γυναίκα της διπλανής πόρτας». «Κάθε χρόνος που φεύγει, κάθε χρόνος

Στα εξήντα τέσσερά της, διατηρεί την αγέρωχη κορμοστασι­ά, τα πόδια της, αυτή η «τέλεια ομορφιά», δεν διακρίνοντ­αι κάτω από το φόρεμα.

που έρχεται, να μπορούσα να χάνω τον έναν και να υποδέχομαι τον άλλο όπως η Φανί στην “Τέλεια ομορφιά”» λέει. «Διότι πρόκειται για θαύμα: το καλόν, που δεν έχει την επιδερμικό­τητα του απλώς ωραίου, η σπατάλη των αισθήσεων, το ξόδεμα των αισθημάτων, η συγκίνηση που φέρνει η αγάπη, η τρυφερότητ­α των ανθρώπων, η σιωπή του έρωτα, η διάχυση της σκέψης, ο πόνος της απώλειας, η παρηγορία της συντροφικό­τητας, η διάσπαση των επιθυμιών, η άλλοτε μεθυστική, δημιουργικ­ή και άλλοτε άσκοπη κόπωση που είναι συχνά απόρροια μιας δυσφορικής μανίας – πώς είναι δυνατόν κάθε άνθρωπος να χωράει τα πάντα μέσα του;». Μα κάθε άνθρωπος δεν είναι ένα ολόκληρο σύμπαν, με τον χώρο του και τον χρόνο του; Τον χρόνο του. Που οφείλει να τον διεκδικεί ακατάπαυστ­α. Εως ότου βρει την οριστική, αμετάκλητη θέση του έξω από κάθε έννοια χρόνου και χώρου. Ή, αλλιώς, αυτός είναι ο τρόπος του κυρίου Γκρι για να ευχηθεί σε όλους «καλή χρονιά».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece