«Είναι πολύπλοκο να μένεις απλός»
Ο βραβευμένος συνθέτης Αλεξάντρ Ντεσπλά μιλάει στην «Κ»
«Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιον τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία», είχε πει πριν από περίπου δύο αιώνες ο Μποντλέρ. Αν ορίσουμε τη μουσική ως μαθηματικά με συναίσθημα, τότε η συνάρτηση ομορφιάς και μελαγχολίας είναι μέρος της μόνιμης εξίσωσης που χαρακτηρίζει τις συνθέσεις του πασίγνωστου, πλέον, ελληνογαλλικής καταγωγής συνθέτη Αλεξάντρ Ντεσπλά (Alexandre Desplat). «Πόσο δίκιο είχε ο Charles!» μου λέει όταν του θυμίζω το παραπάνω απόφθεγμα, καθώς πίνουμε ένα τσάι σε ένα μικρό καφέ, χωμένο στους κατάφυτους λόφους του Χόλιγουντ.
Ο σκοπός της μουσικής στον κινηματογράφο είναι να χαρίζει στην εικόνα την υπόσταση, αλλά και τη διάσταση που της λείπει. Και ο (5 φορές) υποψήφιος για Οσκαρ, αλλά και βραβευμένoς με 2 Χρυσές Σφαίρες και 2 Grammy, Ντεσπλά έχει αποδείξει επανειλημμένως τη μαεστρία του στο να μεταφράζει εικόνες σε νότες... είτε υποστηρίζοντας το συναίσθημα με ένα απαλό πιάνο είτε «θωρακίζοντας» την ατμόσφαιρα με ένα στρατό από βιολιά.
«Ο Μότσαρτ είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης, ακριβώς επειδή η μουσική του είναι ταυτόχρονα χαρούμενη και λυπημένη», συνεχίζει με την ευδιάκριτη γαλλική προφορά του. Τη μελαγχολία, όμως, που ορίζει τον ίδιο και κατ’ επέκταση τη μουσική του, την αποδίδει στις ελληνικές του ρίζες από τη μικρασιατικής καταγωγής μητέρα του. «Δεν υπάρχει πιο όμορφα μελαγχολικό τοπίο από ένα ελαιόδεντρο κάτω από τον αττικό ουρανό», συνεχίζει ο συνθέτης των βραβευμένων με Οσκαρ «Argo», «King’s Speech», «Zero Dark Thirty», «Syriana» και «Harry Potter», μεταξύ άλλων. «Αυτό που με στενοχωρεί στην Ελλάδα, είναι ότι νιώθω ότι υπάρχει πατριωτισμός δίχως συλλογική συνείδηση», λέει για τη χώρα που στα εφηβικά του χρόνια «συμβόλιζε το φως». Μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Λος Αντζελες, αλλά και την καριέρα του μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών (υπερ)παραγωγών, καταφέρνοντας έτσι να έχει δουλέψει με ένα ευρύ φάσμα σημαντικών σκηνοθετών και δημιουργών, όπως ο Ρομάν Πολάνσκι, ο Μπεν Αφλεκ, ο Ντέιβιντ Φίντσερ και ο Τζορτζ Κλούνεϊ.
Τον τελευταίο καιρό συνθέτει τη μουσική για την καινούργια ταινία του Πολάνσκι («Venus a la Fourrure») και για τη νέα υπερπαραγωγή του Τζορτζ Κλούνεϊ («The Monuments Men»), δεν σταματάει να ακούει με πάθος ρεμπέτικα... γιατί «αυτά είναι τα μπλουζ των Ελλήνων». – Η παρουσία της μουσικής στη ζωή σας ήταν έντονη από τα παιδικά σας χρόνια. Υπήρχε μια συγκεκριμένη στιγμή όπου πήρατε την απόφαση ότι θέλετε να κάνετε μουσική για τον κινηματογράφο;
– Πρέπει να ήμουν 15 χρόνων όταν αποφάσισα συνειδητά ότι θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική. Την ίδια περίοδο είδα για πρώτη φορά στο σινεμά το «Star Wars». Θυμάμαι ότι μου έκανε εντύπωση το ότι η μουσική μιας τόσο εμπορικής και διαδεδομένης ταινίας θύμιζε μουσικά μοτίβα του Ravel και του Debussy!
Αισθανόμουν ότι το κοινό δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κρυβόταν αυτή η τόσο εκλεπτυσμένη μουσική κάτω από τη «μάσκα» μιας τεράστιας εμπορικής επιτυχίας!
Ανέκαθεν ήμουν αρκετά ευαισθητοποιημένος όσον αφορά τις εικόνες... είτε στον κινηματογράφο είτε στη ζωγραφική και τη φωτογραφία, οπότε το να τις «συμπληρώσω» με μουσική, έμοιαζε σαν φυσικό επακόλουθο. Συνθέτες που με επηρέασαν από μικρό ήταν ο Nino Rota, ο John Williams, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις... Από μικρό παιδί, πάντα σκέφτομαι μουσικές ιδέες. Ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μου έρχονται! Προσμονή αλλά και άγχος – Kατά τη διάρκεια της 25ετούς καριέρας σας έχετε καταπιαστεί τόσο με ανεξάρτητες ευρωπαϊκές παραγωγές όσο και με χολιγουντιανές υπερπαραγωγές. Η δημιουργική σας προσέγγιση αλλάζει ανάλογα με το budget;
– Ο σκοπός (αλλά και η δυσκολία ταυτόχρονα) είναι κάθε φορά να μπορώ να προσαρμόζω τη αισθητική μου στις ανάγκες μιας ταινίας. Οποιο και να είναι το budget. Πάντα υπάρχει η προσμονή, αλλά και το άγχος, πώς θα καταφέρω να μεταφράσω σε νότες όλες αυτές τις καινούργιες εικόνες που λαμβάνω. Οι αμερικανικές υπερπαραγωγές απαιτούν περισσότερο χρόνο εργασίας (γιατί πάντα χρειάζονται περισσότερη μουσική), οπότε είναι σαφώς πιο κουραστικές για το σώμα και το μυαλό μου. Ομως, μερικές φορές είναι εξίσου δύσκολο να προσπαθείς να βρεις το «κλειδί» που θα ανοίξει μουσικά το μυστήριο μιας μικρής ανεξάρτητης παραγωγής. Είναι, λοιπόν, και πρέπει πάντα να είναι «δύσκολο»... απλώς, η δυσκολία αλλάζει πρόσωπο κάθε φορά. – Από τον Πολάνσκι μέχρι τον Αφλεκ και τον Κλούνεϊ, έχετε δουλέψει με μερικούς από τους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες στον κόσμο. Υπάρχει κάποιος που θα θέλατε να συνεργαστείτε;
– Με τον Σκορσέζε και τον Κόπολα! Οι ταινίες τους ήταν αυτές που με έκαναν να αγαπήσω τον αμερικανικό κινηματογράφο ως έφηβος. Επίσης με τον Στιβ Μακουίν, τον Σαμ Μέντες, τον Τόμας Αντερσον, αλλά και τον Ταραντίνο (αν και αυτός επιλέγει πάντα ο ίδιος τα κομμάτια που θα μπουν στις ταινίες του). Θα ήθελα όμως να κάνω και κάποια ελληνική παραγωγή. Τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει αποκτήσει μια πολύ ιδιαίτερη και φρέσκια ταυτότητα, νομίζω. Θέλω να συνεχίσω να δουλεύω με καταξιωμένους, αλλά και με πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες. Θέλω να συνεχίσω να εκτίθεμαι στον «κίνδυνο» της δημιουργίας. Δεν ψάχνω να επαναπαυτώ.
Αυτό που με στενοχωρεί στην Ελλάδα, είναι ότι νιώθω ότι υπάρχει πατριωτισμός δίχως συλλογική συνείδηση.