Το μέλλον των μικρών κρατών
ΗΕλλάδα της κρίσης αποτελεί το καλύτερο ίσως παράδειγμα προς προβληματισμό για το μέλλον των μικρών κρατών την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ποια ακριβώς, δηλαδή, μπορεί να είναι η τύχη των μικρών οικονομιών απέναντι στις διαθέσεις και στην ισχύ των διεθνών αγορών, εάν δεν ανήκουν σε ένα ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, σε μια ομοσπονδιακή ομπρέλα. Η περίπτωση της Ελλάδας, επίσης, αποτελεί και μια καλή αφορμή για ένα πρόσθετο –και καθοριστικό για το πώς θα πορευτούμε στη συνέχεια– ερώτημα: Εχει ή δεν έχει, τελικά, σημασία η υπεράσπιση εθνικών εξουσιών, όταν δεν διαδραματίζουν κανέναν εποικοδομητικό ρόλο στο νέο περιβάλλον; Εχει ή δεν έχει, τελικά (καμία πραγματικά), ουσία να μιλάμε περί εθνικής κυριαρχίας, αφού η χώρα είναι φύσει αδύνατον να υπερασπιστεί, έστω και στοιχειωδώς, τον εαυτό της;
Η τρέχουσα βαθιά κρίση στην Ευρώπη και περισσότερο η πολυεπίπεδη –κατά βάση πολιτική– κρίση στην Ελλάδα κατέδειξαν ότι τα μικρά κράτη, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δεν έχουν καμία τύχη να επιβιώσουν αυτόνομα, δηλαδή ανεξάρτητα από ένα ευρύτερο σύστημα αμοιβαίων συμφερόντων και από υπερεθνικές δομές αποφάσεων και εξουσίας. Διότι, διαφορετικά, μπορεί να κονιορτοποιηθούν, ως θύματα ενός ανελέητου οικονομικού πολέμου κολοσσιαίων δυνάμεων. Δυνάμεων που εκφράζονται είτε άμεσα με τις συγκρούσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα είτε έμμεσα με τις επιβουλευτικές, άγριες πάντα, επιθέσεις των «αόρατων» αγορών. Τα μικρά κράτη, περισσότερο από ποτέ σήμερα, είναι αναγκασμένα να επιζητούν συμμαχίες και συνεργασίες γερές, σε πολιτικά και οικονομικά σχήματα παγκόσμιας εμβέλειας, παγκόσμιας στρατηγικής αντίληψης και αντοχής, παγ- κόσμιας επιρροής. Και όχι μόνο για λόγους προστασίας ή άμυνας. Αλλά και για λόγους πρόσθετου οφέλους, εκμετάλλευσης της ισχύος των δυνατότερων εταίρων στον διεθνή ανταγωνιστικό στίβο.
Για τα μικρά κράτη και τις μικρές οικονομίες, όπως χαρακτηριστικά μιλάμε για την Ελλάδα, η αποδοχή, η συμμετοχή και η πολιτική συστράτευση σε μία ομοσπονδιακού χαρακτήρα ένωση, όπως η προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η οποία εκφράζεται από την Ευρωζώνη και την εξέλιξή της, αναδεικνύονται στην καλύτερη δυνατή εθνική επιλογή. Για τη διατήρηση στο βάθος του χρόνου της ειρήνης (σε μια πολύ ιδιαίτερη περιοχή), όπως επίσης για τη διεκδίκηση της ανάκαμψης ή την αποκόμιση κερδών στην προοπτική της οικονομικής ευστάθειας και ανάπτυξης, από τη νομισματική ασφάλεια και τη φθηνή χρηματοδότηση επιχειρήσεων και έργων ξεκινώντας, έως την ομαλότερη λειτουργία της καταναλωτικής αγοράς, τη θεσμική θωράκιση των τραπεζών και την προσέλκυση επενδύσεων.
Την ενωμένη Ευρώπη, ακόμη και να μην υπήρχε, η Ελλάδα θα έπρεπε να την είχε ανακαλύψει οπωσδήποτε! Εάν μάλιστα η Ευρωζώνη λειτουργούσε ήδη, σήμερα, με ισχυρά υπερεθνικά όργανα στην κορυφή της, μία κυβέρνηση της Ευρωζώνης με πανευρωπαϊκή νοοτροπία, με εκλεγμένο πρόεδρο και υπουργό Οικονομικών, η πορεία της Ελλάδας και των άλλων τραυματισμένων από την κρίση εταίρων του ευρωπαϊκού Νότου θα ήταν αναμφισβήτητα πολύ καλύτερη. Μπορεί επ’ αυτού να έχει κανείς αντίρρηση; Ή μπορεί κανείς να πιστεύει ότι έχει πλέον κάποια πρακτική αξία η διατήρηση των εθνικών εξουσιών (και η λαϊκιστική ρητορεία περί εθνικής κυριαρχίας), μέσα στην καταιγίδα αυτή των παγκόσμιων ανατροπών;