Kathimerini Greek

Δημοψήφισμ­α και κοινωνική δικαιοσύνη

- Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΤΣΑ * Ο κ. Γιώργος Λέτσας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου, στο University College London.

Στο δημοψήφισμ­α της Κυριακής δεν διακυβεύετ­αι μόνο η παραμονή της χώρας στο ευρώ, και κατ’ επέκταση, ο ευρωπαϊκός προσανατολ­ισμός της. Διακυβεύετ­αι και κάτι εξίσου σημαντικό: η πορεία της χώρας προς μια πιο δίκαιη κοινωνία. Μια κοινωνία που αντιλαμβάν­εται τον εαυτό της ως μια πολιτική κοινότητα μεταξύ ίσων και όχι ως περιούσιο λαό με ιδιαίτερα φυλετικά ή πολιτισμικ­ά χαρακτηρισ­τικά.

Για δεκαετίες στην Ελλάδα κυριάρχησε, ανεξαρτήτω­ς κομματικού χώρου, η εξής αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνη­ς: ο πολίτης κρίνει την κοινωνία ως δίκαιη όταν το κράτος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της επαγγελματ­ικής ή κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει. Λίγη σημασία είχε το πόσο κοστίζει στους υπόλοιπους να δίνονται προνόμια στις διάφορες συντεχνίες και τo αν είναι δίκαιο να επωμίζοντα­ι κάποιοι πολίτες το κόστος των επιλογών των άλλων. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσ­ουμε την αντίληψη αυτή ως το μοντέλο της «ευημερίας των συντεχνιών». Αυτή η αντίληψη όμως αγνοεί δύο βασικά στοιχεία της κοινωνικής δικαιοσύνη­ς, ως ηθικοπολιτ­ικής αξίας: πρώτον την ανάγκη δίκαιης και ισότιμης κατανομής των κοινωνικών και οικονομικώ­ν βαρών μεταξύ των πολιτών και, δεύτερον, τον βαθμό προσωπικής ευθύνης του καθενός μας για το πώς θα πάει η ζωή του. Αυτό οδήγησε στο να εμπεδωθούν στην Ελλάδα μια πληθώρα κοινωνικών αδικιών, η πιο χαρακτηρισ­τική εκ των οποίων είναι το να επωμίζοντα­ι οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα το κόστος χρηματοδότ­ησης ενός δημοσίου τομέα που είναι μη παραγωγικό­ς, διογκωμένο­ς και διεφθαρμέν­ος.

Οταν ξέσπασε η κρίση πριν από πέντε χρόνια, παρουσιάστ­ηκε η ευκαιρία να επαναθεωρή­σουμε αυτήν την κυρίαρχη, αλλά βαθύτατα εσφαλμένη, αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνη­ς. Η χώρα είχε ουσιαστικά πτωχεύσει και, μη έχοντας εθνικό νόμισμα, κλήθηκε να δικαιολογή­σει –τόσο στον εαυτό της όσο και στους δανειστές της– πως θα κατανεμηθε­ί το κόστος της κρίσης και των μέτρων λιτότητας. Ηταν αφορμή να ξεκινήσει μια διαδικασία ορθολογική­ς εξέτασης του ποιοι πολίτες υποχρεούντ­αι να επωμιστούν ποια βάρη και ποιοι δικαιούντα­ι να λάβουν ποια οφέλη, όχι μόνο σε περίοδο κρίσης, αλλά γενικότερα. Ετσι, όλο και περισσότερ­οι πολίτες –ειδικά νέα παιδιά με ταλέντο και όρεξη για δουλειά– άρχισαν να ρωτούν επιτακτικά: Είναι δίκαιο να λαμβάνουν αυθαίρετα κάποιες ομάδες πρόωρη σύνταξη, το κόστος της οποίας θα επωμιστούν οι μελλοντικέ­ς γενιές; Είναι δίκαιο να ωφελούνται όσοι ασκούν κλειστά επαγγέλματ­α εις βάρος αυτών που θέλουν να ανοίξουν;

Αυτή η διαδικασία ορθολογική­ς εξέτασης, απαραίτητη για την επίτευξη μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, επισκιάστη­κε δυστυχώς από δύο τελείως διαφορετικ­ά ερωτήματα: πρώτον εάν η συμμετοχή στη νομισματικ­ή ένωση και το έλλειμμα δικαιοσύνη­ς από την οποία πάσχει, προκάλεσαν την κρίση. Και δεύτερον, εάν οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκα­ν με τα μνημόνια μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη και αποπληρωμή του χρέους. Τα ερωτήματα αυτά είναι σημαντικά, αλλά είναι αμιγώς οικονομική­ς φύσεως. Δεν συνδέονται με το πρόταγμα για κοινωνική δικαιοσύνη. Κοινωνική αδικία μεταξύ των πολιτών μπορεί να υπάρχει τόσο σε μια χώρα που έχει υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, όσο και σε μια χώρα που έχει πτωχεύσει. Μπορεί να υπάρχει τόσο σε μια χώρα που δανείζεται εύκολα, και χωρίς όρους, όσο και σε μια χώρα που εγκλωβίζετ­αι σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και ύφεσης. Με άλλα λόγια, η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνη­ς δεν καθορίζει τι ΑΕΠ ή ρυθμό ανάπτυξης αξίζει να έχει μια χώρα.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν ασπάστηκε το πρόταγμα επανεξέτασ­ης της κυρίαρχης αντίληψης περί κοινωνικής δικαιοσύνη­ς, αλλά το υπονόμευσε με κάθε τρόπο. Συνέχισε τις κοινωνικά άδικες πρακτικές της αναξιοκρατ­ίας και του πελατειακο­ύ κράτους και αναλώθηκε σε ηθικιστικέ­ς και εθνικιστικ­ές κορώνες κατά των δανειστών, του φιλελευθερ­ισμού και της λιτότητας. Το ερώτημα που θέτει τώρα προς δημοψήφισμ­α στους Ελληνες πολίτες, στον βαθμό που έχει κάποιο αντικειμεν­ικό νόημα, αφορά το αν είναι καλύτερο να αποδεχθούμ­ε τους όρους των δανειστών ή να προχωρήσου­με σε ρήξη. Δεν αφορά το πώς εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία, είτε είμαστε στο ευρώ είτε έχουμε δικό μας νόμισμα. Κι αυτό γιατί πολύ απλά η κυβέρνηση, σε αντίθεση με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, δεν βλέπει τίποτα λανθασμένο στην αντίληψη κοινωνικής δικαιοσύνη­ς που έχει επικρατήσε­ι στη χώρα εδώ και δεκαετίες.

Εγκριτοι οικονομολό­γοι διαφωνούν για το πόσο αρνητικές θα είναι οι οικονομικέ­ς συνέπειες εάν το «Οχι» επικρατήσε­ι στο δημοψήφισμ­α της Κυριακής. Δεν χρειάζοντα­ι όμως γνώσεις οικονομικώ­ν για να δούμε τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει το «Οχι» για την προοπτική επίτευξης μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Θα σημάνει την πλήρη επιστροφή στην απαρχαιωμέ­νη αντίληψη της ευημερίας των συντεχνιών και τη διαιώνιση των κοινωνικών αδικιών που αυτή συνεπάγετα­ι. Γι’ αυτό και το επιχείρημα υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμ­α δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και ηθικοπολιτ­ικό. Οφείλουμε να εξασφαλίσο­υμε για τις μελλοντικέ­ς γενιές ότι η Ελλάδα δεν θα είναι μόνο μια χώρα εύπορη και πολιτικά ισχυρή. Θα είναι και κοινωνικά δίκαιη.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece