Συμμετοχή σε κοινό ευρωπαϊκό διάβημα προς τη Βόννη
Η αρνητική αυτή στάση που κρατούσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ( ΟΔΓ) στο αίτημα για την αποζημίωση των θυμάτων είχε δυσαρεστήσει έντονα τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεδομένου ότι η ΟΔΓ είχε ψηφίσει εσωτερικό νόμο για την αποζημίωση των Γερμανών πληγέντων, ο οποίος όμως απέκλειε από τις παροχές τούς αλλοδαπούς υπηκόους. Στις αρχές του 1956 συναντήθηκαν στη Χάγη εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, προκειμένου να εξετάσουν τη δυνατότητα διαβήματος προς τη γερμανική κυβέρνηση, με σκοπό να απαιτήσουν την καταβολή αποζημιώσεων και στα θύματα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Στην πρωτοβουλία ανταποκρίθηκαν αμέσως θετικά η Δανία, η Νορβηγία και η Μεγάλη Βρετανία. Αντίθετα, η Ελλάδα εμφανίστηκε διστακτική, καθώς επίκειτο η επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Τέοντορ Χόυς, και οι ελληνικές Αρχές θεωρούσαν τουλάχιστον άκομψο να προσχωρήσουν στην πρωτοβουλία τη δεδομένη στιγμή. Υστερα όμως από τις έντονες πιέσεις της αντιπολίτευσης, της κοινής γνώμης, των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και των συλλόγων θυμάτων, που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Χόυς κατέκλυσαν τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα με επιστολές, ζητώντας την καταβολή αποζημιώσεων, η κυβέρνηση Καραμανλή πείστηκε να συμμετάσχει στο κοινό ευρωπαϊκό διάβημα.
Η αρχική αντίδραση της ΟΔΓ στις αξιώσεις των Ευρωπαίων υπήρξε κάθετα αρνητική. Καθώς όμως οι πιέσεις συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση, οι Γερμανοί αξιωματούχοι συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν πλέον εφικτό να κωφεύουν στο πανευρωπαϊκό αίτημα για την καταβολή αποζημιώσεων στα αλλοδαπά θύματα του Εθνικοσοσιαλισμού. Με ρηματική διακοίνωση που απέστειλε τον Δεκέμβριο του 1958 στις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις, η Βόννη δέχθηκε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την αποζημίωση των πληγέντων. Οι ελληνικές απαιτήσεις, όπως διατυπώνονταν από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ανέρχονταν αρχικά στα 200 εκατ. μάρκα, ένα ποσό όμως που απορρίφθηκε πάραυτα από τους Γερμανούς ως εξωπραγματικό. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις και την απειλή της ελληνικής αντιπροσωπείας ότι η αποτυχία των συνομιλιών θα μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα τις διμερείς σχέσεις και κυρίως να αναχαιτίσει την απρόσκοπτη συνέχιση της φιλοδυτικής πορείας της χώρας, η Βόννη συμφώνησε στην καταβολή 115 εκατ. μάρκων, παρά τις αντιδράσεις του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο θεωρούσε πως η ΟΔΓ υποχωρούσε στις υπερβολικές αξιώσεις των Ελλήνων. Είχε άλλωστε προηγηθεί η ψήφιση από το ελληνικό Κοινοβούλιο φωτογραφικού νόμου με τον οποίο αφηνόταν ελεύθερος ο Μαξιμίλιαν Μέρτεν, ο τελευταίος Γερμανός που κρατούνταν στις ελληνικές φυλακές για εγκλήματα πολέμου. Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν σε εξαιρετικά τεταμένο κλίμα στη Βουλή κατά την ψήφιση του νόμου αλλά και στα δημοσιεύματα του Τύπου κυριαρχούσε ένα μόνο αίτημα: μετά την τεράστια υποχώρηση που έκανε η Ελλάδα, με στόχο την περαιτέρω προώθηση των ελληνογερμανικών σχέσεων, η ΟΔΓ ήταν πλέον υποχρεωμένη να αποζημιώσει τα θύματα της Κατοχής.
Οι ελληνικές απαιτήσεις ανέρχονταν αρχικά στα 200 εκατ. μάρκα, αλλά έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμφώνησε σε καταβολή 115 εκατ. μάρκων.