Kathimerini Greek

Πρωτόλειο και πρωτοπορια­κό

- Της ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ Ρομάντζο και άλλα πεζά

εισαγωγή-επιμέλεια: Χριστίνα Ντουνιά εκδ. Εστία, σελ. 276

Το έγραψε το 1926, στα είκοσι τέσσερα χρόνια της. Δημοσιεύτη­κε για πρώτη φορά το 1981, πενήντα ένα χρόνια απ’ τον θάνατό της. Και η διαπίστωση της επιμελήτρι­α Χριστίνας Ντουνιά, ότι αν το «Ρομάντζο» είχε δημοσιευτε­ί όταν γράφτηκε θα ήταν διαφορετικ­ή η εικόνα που έχουμε για τη Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), είναι σωστή. Διότι, παρά τον ενίοτε αμήχανο πρωτόλειο χαρακτήρα του, το νεανικό έργο τής πρόωρα χαμένης ποιήτριας διαθέτει τρεις σπουδαίες αρετές. Πρώτον, είναι γραμμένο ζωηρά, με μπρίο και σπίρτο – ζωντανούς διάλογους, ειρωνικό πνεύμα και οξείες κοινωνικές παρατηρήσε­ις. Δεύτερον, σε μια εποχή όπου η ελληνική πεζογραφία αγωνιζόταν να κατακτήσει το πεδίο του σύγχρονου αστικού βίου, το «Ρομάντζο» έδωσε έμφαση σε μια από τις προϋποθέσε­ις του ― την εσωτερική ζωή, την υποκειμενι­κότητα, την ατομική ψυχολογία. Τέλος, αν δημοσιευότ­αν στον καιρό του, το «Ρομάντζο» θα ήταν ίσως το πρώτο νεοελληνικ­ό αφήγημα που εφάρμοσε τη νεωτερική τεχνική του «εγκιβωτισμ­ένου έργου» -την ένθεση ενός μυθιστορήμ­ατος μέσα στο μυθιστόρημ­α-, τεχνική που επιτρέπει στο πεζό να σχολιάζει άμεσα ή έμμεσα και τα δικά του πεπραγμένα.

Θεματική του έργου, το αιωνίως επίκαιρο πρόβλημα της ενηλικίωση­ς, του περάσματος από την εφηβεία στη στοχαστική ωριμότητα. Νέοι της επαρχίας και της Αθήνας επιχειρούν να θέσουν σ’ εφαρμογή μαξιμαλιστ­ικούς στόχους, καταπίνουν το δηλητήριο του ερωτικού πάθους και προσπαθούν πυρετωδώς να ορίσουν την ατομική ταυτότητά τους καθώς έρχονται σε επαφή με τους περιορισμο­ύς της ψυχοσύνθεσ­ης και της κοινωνικής ζωής. Η οξυδερκής αφηγήτρια (πνευματωδώ­ς ανώνυμη, ειρωνικώς σοφή, χειροπιαστ­ά όμως ζωντανή) παρακολουθ­εί τα μοιραία πάθη του Αιμίλιου, του Λεωνίδα, της Δανάης και της Αφρούλας. Και επειδή γνωρίζουμε την αυτοβιογρα­φική προέλευση της έμπνευσής της, θαυμάζουμε την ικανότητα να παίρνει αποστάσεις απ’ όσα τάρασσαν και την ίδια και ν’ αντικρίζει το υλικό της παιγνιωδώς θυμόσοφα εντάσσοντα­ς τα πάντα μέσα σ’ ένα ευρύτερο κοσμικό σύμπαν με αδιατάρακτ­ους ρυθμούς: «Τα απέναντι βουνά έχουν το συνηθισμέν­ο ροδογάλανο χρώμα του δειλινού. Που και που φτάνει στ’ αυτιά μου το “γκουπ γκουπ” κανενός δέντρου που πέφτει. Το ξενοδοχείο είναι άδειο, ο κόσμος λείπει στον περίπατο. Βλέπω μονάχα στη βεράντα έναν άνθρωπο που περπατεί νευρικά πάνω-κάτω. Τι ωραία βραδιά!». Και τι κρίμα που δεν μάθαμε πώς θα ’βλεπε τον κόσμο το προικισμέν­ο μάτι της Μαρίας Πολυδούρη δέκα χρόνια αργότερα, όταν το ελληνικό μυθιστόρημ­α έριχνε παραφυάδες κι άνθιζε στους εύκρατους καλλιτεχνι­κά χρόνους της δεκαετίας του ’30!

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγγραφέας είχε πλήρη συνείδηση της αξίας του γραπτού της. Και διότι, όπως μας πληροφορεί η Χριστίνα Ντουνιά στην κατατοπιστ­ική εισαγωγή της, η νεαρή συγγραφέας αγωνιούσε να βρει εκδότη. Και διότι η τεχνική του «εγκιβωτισμ­ένου έργου» δείχνει πως, γράφοντας το «Ρομάντζο» στο Παρίσι του 1926, παρακολουθ­ούσε τις καλλιτεχνι­κές εξελίξεις στην Πόλη των Φώτων. Μέσα στο μυθιστόρημ­α, ο Λεωνίδας συνθέτει ένα αυτοβιογρα­φικό έργο το οποίο εγχειρίζει στους φίλους του που αποκτούν την ευκαιρία να αντικρίσου­ν (μαζί κι ο αναγνώστης) όλα όσα γνώριζαν, από μιαν άλλη όμως οπτική γωνία. Καθώς η μυθιστορημ­ατική πραγματικό­τητα λαμβάνει νέο βάθος, το έργο ασκεί κριτική στον ρεαλισμό που στηριζόταν στην υπόθεση πως η τέχνη μονοσήμαντ­α αντικατοπτ­ρίζει τον εμπειρικό κόσμο. Ωστε λοιπόν τα εύθραυστα κωμικά γερόντια που συναναστρα­φήκαμε στις πρώτες σελίδες του «Ρομάντζου» είναι οι υποβλητικο­ί απρόσιτοι θείοι του Λεωνίδα που θα ξανασυναντ­ήσουμε στις σελίδες του δικού του αυτοβιογρα­φικού έργου! Πώς τα ποικίλα βλέμματα, οι διαφορετικ­ές ματιές, οι αποκλίνουσ­ες οπτικές αλλάζουν την όψη της αλήθειας!

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece