Η απόφαση για εισβολή και η παρέμβαση ΗΠΑ
Θορυβημένοι από τις εξελίξεις, οι στρατιωτικοί κύκλοι της Αγκυρας πίεζαν τον γηραιό πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού να συγκατανεύσει στη λύση του γόρδιου δεσμού του Κυπριακού μέσω της υλοποίησης της από καιρό επαπειλούμενης τουρκικής εισβολής. Η υπερεθνικιστική έξαψη της τουρκικής κοινής γνώμης διευκόλυνε αυτά τα σχέδια. Ωστόσο, ο Ινονού ήταν διστακτικός. Αφενός αμφέβαλλε για την εξασφαλισμένη επιτυχία της επιχείρησης λόγω της ελλιπούς προετοιμασίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και αφετέρου, ανησυχούσε για τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις που μια τέτοια τουρκική ενέργεια ήταν πολύ πιθανό να δημιουργούσε. Σταδιακά οι ενδοιασμοί του Ινονού κάμφθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου του 1964 το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας αποφάσισε την εισβολή, θέτοντας σε εφαρμογή τις διεργασίες για την πραγματοποίησή της.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον απέστειλε επιστολή στον Ινονού, στην οποία εξέθετε τις απόψεις του για τις μεγάλες περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στο κυπριακό έδαφος. Ο Τζόνσον απέρριπτε ευθέως τον τουρκικό ισχυρισμό ότι η σχεδιαζόμενη εισβολή αποτελούσε δικαίωμα της Αγκυρας, το οποίο απέρρεε από τη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας που είχε συναφθεί ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ελλάδα και στην Τουρκία του 1960: δεν είχε προηγηθεί καμία συνεννόηση ανάμεσα στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και κατά συνέπεια η μονομερής τουρκική ενέργεια θα συνιστούσε παραβίαση της Συνθήκης. Ο Τζόνσον υπογράμμιζε επίσης το γεγονός ότι η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση θα αποσκοπούσε στη διχοτόμηση της Κύπρου, ενδεχόμενο το οποίο ρητά αποκλειόταν από τη Συνθήκη Εγγυήσεως.
Ο Αμερικανός πρόεδρος εφιστούσε την προσοχή του Τούρκου πρωθυπουργού στις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν για την Τουρκία η ιδιότητά της ως μέλος του ΟΗΕ, υπονοώντας ασφαλώς ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών απαγόρευε τόσο τη χρήση όσο και την απειλή χρήσης βίας. Στην Κύπρο είχαν ήδη αναπτυχθεί άνδρες της UNFICYP, οι οποίοι είχαν επιτύχει την ελαχιστοποίηση των περιστατικών βίας ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους: επομένως, η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση όχι μόνο δεν θα διέσωζε τους Τουρκοκύπριους, αλλά μάλλον θα επιδείνωνε δραματικά τη θέση τους, καθώς θα απειλείτο ο μαζικός αφανισμός τους. Η τουρκική εισβολή, προειδοποιούσε ο Τζόνσον, θα προσέκρουε στη ζωηρή αντίθεση του συνόλου των μελών του ΟΗΕ (χωρίς από αυτά να εξαιρούνται οι ΗΠΑ), καθώς η Τουρκία θα εμφανιζόταν να αδιαφορεί για τις αποφάσεις του διεθνούς οργανισμού και να υποσκάπτει στην πράξη τις προοπτικές ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού, την ώρα μάλιστα που η μεσολαβητική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.
Ο Τζόνσον υποστήριζε βάσιμα ότι η τουρκική εισβολή θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα τη χρήση αμερικανικών όπλων, τα οποία από το 1947 χορηγούσαν οι ΗΠΑ στην Τουρκία στο πλαίσιο διμερούς Συμφωνίας Οικονομικής και Τεχνικής Συνεργασίας. Ομως, αυτού του είδους η χρήση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη ρητή συναίνεση της Ουάσιγκτον, την οποία ο Τζόνσον ξεκαθάριζε ότι υπό τις δεδομένες συνθήκες δεν σκόπευε να δώσει στην Αγκυρα.
Εάν προχωρούσε στην εισβολή, η τουρκική κυβέρνηση θα το έπραττε παρά την αντίθετη γνώμη των ΗΠΑ, η οποία δεν επιθυμούσε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο λόγω του Κυπριακού. Για να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, στην επιστολή του ο Τζόνσον προειδοποιούσε ευθέως τον Ινονού ότι σε περίπτωση που η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στην Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης, τότε η Τουρκία δεν θα έπρεπε να υπολογίζει στην υποστήριξη των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ. Ο υπαινιγμός ήταν κάτι περισσότερο από σαφής: από τη στιγμή που οι Τούρκοι θα είχαν δράσει μονομερώς, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση στο πλαίσιο της συμμαχίας, θα έπρεπε να αναλάβουν μόνοι τους το κόστος των πράξεών τους· η Ουάσιγκτον δεν θα διακινδύνευε τη μετωπική σύγκρουση με τη Μόσχα εξαιτίας της τουρκικής αμετροέπειας, αλλά αντίθετα θα άφηνε την Αγκυρα εκτεθειμένη.
Ο Τζόνσον υπογράμμιζε το γεγονός ότι η τουρκική επιχείρηση θα αποσκοπούσε στη διχοτόμηση της Κύπρου, ενδεχόμενο το οποίο ρητώς αποκλειόταν από τη Συνθήκη Εγγυήσεως.