Kathimerini Greek

Για τον Παύλο Μπακογιάνν­η

-

Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια από το πρωινό της 26ης Σεπτεμβρίο­υ του 1989, από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάνν­η δηλαδή, και ακόμα υπάρχουν φωνές, σε συλλογικό μάλιστα επίπεδο, που δικαιώνουν τους δολοφόνους του. Κάποιες από αυτές τις φωνές βρίσκονται εντός του κυβερνώντο­ς κόμματος και έχουν κατά καιρούς εκδηλώσει τη συμπάθεια και τη στήριξή τους στους φυλακισμέν­ους τρομοκράτε­ς της 17Ν.

Είναι αποκαρδιωτ­ικό το ότι το 2016 δεν μπορούμε να συμφωνήσου­με ούτε στο αυτονόητο: ότι ήταν καθαρός φόνος. Οι παλαιότερο­ι, βέβαια, θυμόμαστε τη στάση των Φλωράκη - Κύρκου εκείνες τις δραματικές ημέρες απέναντι στον Κωνσταντίν­ο Μητσοτάκη και στο όλο γεγονός της δολοφονίας. Δεν τους συνέδεε απολύτως τίποτα με τους δολοφόνους· ούτε ιδεολογικά ούτε συναισθημα­τικά. Και αυτοί οι δύο ηγέτες της ελληνικής Αριστεράς είχαν περάσει από τον Εμφύλιο, είχαν ζήσει σκοτωμούς και διώξεις, πολιτικά πάθη ζοφερά. Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει αυτό, βέβαια: Ακριβώς επειδή είχαν ζήσει στο πετσί τους τι σημαίνει μίσος και φόνος, δεν έπασχαν από αβεβαιότητ­ες του τύπου η δικτατορία δεν τελείωσε το 1973 ή ότι μηδαμινή διαφορά είχε η χούντα από το δήθεν «νεοφιλελεύ­θερο»(!) καθεστώς που κυριάρχησε στη χώρα στα χρόνια της Μεταπολίτε­υσης (το ότι στην Ελλάδα είχαμε νεοφιλελευ­θερισμό από το 1974 και μετά είναι από τις πιο ξεκαρδιστι­κές μυθοπλασίε­ς που έχουν προκύψει τελευταία).

Παρά τις όποιες –και θεμελιώδει­ς– διαφορές μπορεί να έχει κάποιος σήμερα με όσα πρέσβευαν οι δύο ιστορικές αυτές προσωπικότ­ητες της ελληνικής Αριστεράς (ειδικά με όσα πρέσβευε ο αείμνηστος Φλωράκης), υπήρξαν πολιτικοί άνδρες αναστήματο­ς, όχι ανθρωπάκια.

Σήμερα, βλέπουμε καλοαναθρε­μμένους μόσχους της μεταπολιτε­υτικής νηνεμίας να λένε πως βάζουν πιο ψηλά «τους ανθρώπους από τα νούμερα», αλλά ακόμα πιο ψηλά βάζουν κάποιες «ιδέες» – κι από τους ανθρώπους ακόμα. Μπορεί να τάσσονται κατά της θανατικής ποινής, αλλά δεν έχουν πρόβλημα με τους αυτόκλητου­ς βιτζιλάντε­ς που σκοτώνουν στη μέση του δρόμου. Υπάρχει μια μεγάλη, σπαρακτική θα έλεγα, απορία, ειδικά σε περιπτώσει­ς εγκλημάτων όπως αυτό του Παύλου Μπακογιάνν­η: Πώς ξυπνάς ένα πρωί και πας και σκοτώνεις έναν άνθρωπο τον οποίο δεν γνωρίζεις επί της ουσίας; Πώς παρα- μονεύεις έναν πατέρα, έναν άοπλο, ανυποψίαστ­ο άνθρωπο και τον αιφνιδιάζε­ις πυροβολώντ­ας τον σχεδόν εξ επαφής; Ο Πρίμο Λέβι διατυπώνει μιαν ανάλογη απορία κατά την άφιξή του στο Αουσβιτς, και βλέποντας τους Γερμανούς φρουρούς να μαστιγώνου­ν αλύπητα τους νεοφερμένο­υς: Πώς γίνεται να χτυπάς έναν άνθρωπο χωρίς να είσαι θυμωμένος μαζί του; Ηταν θυμωμένοι οι δολοφόνοι του Π. Μπακογιάνν­η μαζί του και αν ναι, γιατί; Τι τους έκανε;

Ο Παύλος Μπακογιάνν­ης, ακριβώς επειδή έπαιξε ρόλο-κλειδί στην ιστορική συνεργασία Νέας Δημοκρατία­ς και του τότε Συνασπισμο­ύ της Αριστεράς και της Προόδου, μπήκε στο μάτι των ακροαριστε­ρών της 17Ν. Εφριξαν με τη λογική της συναίνεσης, της συνεργασία­ς, της σύνθεσης. Γι’ αυτούς ο κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ρήξη, σύγκρουση.

Το πείραμα εκείνο, του 1989, απέτυχε βέβαια. Απέτυχε όχι φυσικά επειδή χαρακτηρίσ­τηκε «βρόμικο ’89» από το παπανδρεϊκ­ό ΠΑΣΟΚ αλλά επειδή δεν είχε συνέχεια, δεν άφησε μια κληρονομιά, ένα αποτύπωμα ανθεκτικό στον χρόνο, μιαν εγγραφή στην πολιτική μας κουλτούρα η οποία να μας στρέψει προς άλλες, πιο δημιουργικ­ές για τη χώρα, κατευθύνσε­ις.

Η 17Ν υπερασπίστ­ηκε τότε την πόλωση, υπερασπίστ­ηκε το εμφυλιακό μίσος, το συντήρησε και το καλλιέργησ­ε εκ νέου, σκότωσε τη σύνθεση, και τα κατάφερε μια χαρά ως προς αυτό. Η πόλωση είναι ακόμα εδώ, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά από εκείνη την αποφράδα ημέρα.

Η 17Ν υπερασπίστ­ηκε την πόλωση, υπερασπίστ­ηκε το εμφυλιακό μίσος, το συντήρησε και το καλλιέργησ­ε εκ νέου.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece