Οι Eνώσεις των δικαστών
Μετά την ευθέως αντισυνταγματική πρόταση και επιμονή(!) κάποιων δικαστικών να αυξηθεί, με κοινό νόμο, το όριο ηλικίας για την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, ζήτημα που δημιούργησε έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ δικαστών και εξέθεσε το σώμα στην κοινή γνώμη, συγχρόνως ανέκυψε και έτερο ζήτημα, ως προς το εάν υπάρχει δικαίωμα των δικαστών να συγκροτούν και επιμέρους ολιγομελείς ενώσεις. Τέτοιο δικαίωμα δεν υπάρχει για τους εξής λόγους:
• Στο άρθρ. 12 παρ. 1 του Συντ. ορίζεται ότι: «Οι Ελληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους…», στην έννοια δε «των νόμων» που πρέπει να τηρούνται νοείται προφανώς και το Σύνταγμα. Περαιτέρω, και ειδικά για τους δικαστές, ο συντακτικός νομοθέτης έθεσε τον κανόνα στο άρθρ. 89 παρ. 5 Σ ότι «Επιτρέπεται η συγκρότηση “ένωσης” δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει». Με τη διατύπωση αυτή το Σύνταγμα, εκτός από την απαγόρευση απεργίας (άρθρ. 23 παρ. 2 Σ), προέβλεψε, κατά το γράμμα του, και τη σύσταση μιας και μόνον ένωσης για τους δικαστικούς λειτουργούς.
• Η παραπάνω διάταξη είναι λοιπόν «ειδική», αφού αναφέρεται μόνον στους δικαστικούς λειτουργούς, σε σχέση με τη «γενική» διάτ. του άρθρ. 12 παρ. 1 Σ, το οποίο, εμμέσως πλην σαφώς, παραπέμπει, προκειμένου να συσταθεί ένωση από δικαστές, στη ρύθμιση του άρθρ. 89 παρ. 5 Σ. Ετσι, το δικαίωμα αυτό των δικαστών βρίσκει έρεισμα μόνο στην παραπάνω ειδική διάταξη, όπου και αποκλειστικώς αυτοί υπάγονται.
• Τα εκτεθέντα συμβαδίζουν με τη γενικότερη αρχή ότι η ειδική διάταξη κατισχύει της γενικής και δεν επιδέχεται διασταλτική ερμηνεία (ΣΕ 3884/2014, Απ. Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές 2012, §6 αριθμ. 37, Κ. Σημαντήρας, Γεν. Αρχές 1988, σελ. 127), ταύτα δε επιβάλλονται και από την αξίωση τήρησης της αρχής της ενότητας της έννομης τάξης και, εν προκειμένω, της συνταγματικής τάξης, ώστε να αποφεύγονται οι αντινομίες (Engisch-Σπινέλλης, Εισαγωγή, 1981, σελ. 194). Είναι λοιπόν εδώ εφαρμοστέα μόνον η διάτ. του άρθρ. 89 παρ. 5 Σ, με την επιφύλαξη ότι οι ειδικότερες προϋποθέσεις για τη σύσταση ένωσης θα ρυθμισθούν με νόμο, όπως αναφέρεται, ο οποίος πάντως δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα.
• Εν προκειμένω, το 1975 που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα υπήρχε μόνον η Ενωση δικαστών και εισαγγελέων Ελλάδος, μεταγενεστέρως δε συστάθηκαν η Ενωση δικαστικών λειτουργών ΣτΕ, η Ενωση δικαστών του Ελ. Συνεδρίου, η Ενωση διοικ. δικαστών και η Ενωση Εισαγγελέων. Ετσι, το αναμφισβήτητο αυτό νομικό γεγονός των πέντε ενώσεων που λειτουργούν τουλάχιστον εδώ και τριάντα χρόνια και καλύπτουν όλους τους επιμέρους κλάδους δικαστών, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπ’ όψιν (=«η κανονιστική δύναμη του πραγματικού») κατά την ερμηνεία που τελικά προκρίνω για το άρθρ. 89 παρ. 5 Σ, ότι δηλαδή αυτό εννοεί τη σύσταση μιας μόνον ένωσης, αλλά κατά κλάδον, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων τους. Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά κατ’ άκραν «επιείκεια», η οποία επιτρέπει την ευέλικτη ερμηνεία αυστηρής διάταξης, αλλά και κατά τη «φύση του πράγματος» που αιτιολογεί επαρκώς διάσπαση των ενώσεων κατά κλάδους. Αρα, οι παραπάνω πέντε ενώσεις νομίμως λειτουργούν.
• Εφόσον, όμως, έγινε επιεικώς δεκτή η ερμηνευτική διεύρυνση, κατά κλάδους, της αυστηρής διατύπωσης του Συντάγματος, έπεται ότι, κατά μείζονα λόγο, το Σύνταγμα δεν ανέχεται την όποια περαιτέρω κατάτμηση των παραπάνω ενώσεων σε μερικότερες επιμέρους, με το επιχείρημα, δήθεν, της εν προκειμένω εφαρμογής της γενικής διάταξης του άρθρ. 12 παρ. 1 Σ, αφού αυτή δεν ισχύει για τους δικαστές. Αρα, η νωπή «Ενωση ανωτάτων και ανωτέρων δικαστών και εισαγγελέων» δεν συμπλέει με το Σύνταγμα, αλλά για τη διάλυσή της χρειάζεται δικαστική απόφαση, κατ’ άρθρ. 12 παρ. 2 Σ. Τελευταία, οι πολιτικοί δικαστές μας εντυπωσιάζουν με τις πρωτοτυπίες τους. ΠΈΤΡΟΣ Ι. ΠΑΡΑΡΑΣ Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, επίτιμος αντιπρόεδρος ΣτΕ