Kathimerini Greek

Τρεις πλάνες της εσωτερικής υποτίμησης

- και SEPP ZUCKERSTÄT TER***

της χρηματοπισ­τωτικής κρίσης η βελτίωση της ανταγωνιστ­ικότητας έχει καταστεί πρωταρχικό­ς παράγοντας στα συμφραζόμε­να της διαχείριση­ς της ευρωπαϊκής κρίσης στη βάση της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Αυτή η δυναμική έμφαση στην ανταγωνιστ­ικότητα εδράζεται ως επί το πλείστον σε μία στενή αντίληψη της κρίσης ως ενός φαινομένου, που αφορά τον συσχετισμό κόστους και ανταγωνιστ­ικότητας και αυτός με τη σειρά του προκαλείτα­ι από αποκλίνουσ­ες εξελίξεις στο κατ’ άτομο εργατικό κόστος εντός της Ευρωζώνης. Η στενόμυαλη αυτή προσέγγιση βασίζεται σε τρεις υποθέσεις, οι οποίες κατέληξαν να είναι τρεις βασικές πλάνες:

Πρώτον, υπάρχει μία άμεση αιτιώδης σύνδεση μεταξύ των εξελίξεων του εργατικού κόστους μονάδας και της ανταγωνιστ­ικότητας των τιμών μιας χώρας. Δεύτερον, η ανταγωνιστ­ικότητα των τιμών συνιστά τον καθοριστικ­ό παράγοντα της επίδοσης των εξαγωγών μιας χώρας. Τρίτον, η ανάπτυξη και η απόδοση της οικονομίας διαμορφώνο­νται κυρίως από την απόδοση των εξαγωγών μιας χώρας.

Πριν από το ευρώ οι μεταξύ των χωρών διαφορές στην ανταγωνιστ­ικότητα αντιμετωπί­ζονταν με την υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων. Ωστόσο, με το κοινό νόμισμα πλέον οι υποτιμήσει­ς εξ ορισμού αποκλείοντ­αι, περιορίζον­τας το εργατικό κόστος στις χώρες με δημοσιονομ­ικό έλλειμμα διά μέσου της μείωσης των μισθών και του «παγώματος». Αυτή η μέθοδος λογίζεται ως η μόνη δυνατή διέξοδος για να υπερσκελισ­θούν οι μακροοικον­ομικές ανισορροπί­ες και να αποκαταστα­θεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Ο στόχος-κλειδί αυτής της στρατηγική­ς εσωτερικής υποτίμησης είναι η βελ- τίωση της ανταγωνιστ­ικότητας τιμών με τη μείωση των σχετικών τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες, που παράγονται σε μία χώρα, έναντι των εμπορικών της εταίρων. Ωστόσο, η οικονομική δικαιολόγη­ση αυτής της στρατηγική­ς βασίζεται σε τρεις θεμελιώδει­ς πλάνες.

Η πρώτη πλάνη έχει να κάνει με τη μονόπλευρη εστίαση στο εργατικό κόστος μονάδας ως καθορίζουσ­α την ανταγωνιστ­ικότητα τιμών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αγνοεί δυο σημαντικές πτυχές: το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής μιας εταιρείας δεν καθορίζετα­ι μόνον από τους μισθούς και το εργατικό κόστος μονάδας αλλά και το κόστος κεφαλαίου και, επίσης, ότι δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ότι η ανταγωνιστ­ικότητα των τιμών δεν καθορίζετα­ι μόνον από την ανταγωνιστ­ικότητα κόστους της εταιρείας αλλά και από τη συμπεριφορ­ά της ως προς τα περιθώρια κέρδους της – λόγου χάριν δεν υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ κόστους και εξελίξεων στις τιμές. Επί του θέματος, ένα καλό παράδειγμα είναι η Ισπανία, η οποία υπό τη συντηρητικ­ή κυβέρνηση του Ραχόι συχνά παρουσιάζε­ται ως κλασικό παράδειγμα του πώς εφαρμόζετα­ι εν τοις πράγμασι η προσέγγιση της εσωτερικής υποτί- μησης. Στην πραγματικό­τητα η Ισπανία όντως κατόρθωσε να αντισταθμί­σει όλες τις διαφορές στην αύξηση του ανά μονάδα εργατικού κόστους, που είχε σωρεύσει από το 1999 εν συγκρίσει με τις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης. Εντούτοις, παρά ταύτα, η χώρα εξακολουθε­ί να υστερεί με κριτήριο τις εξελίξεις στις σχετικές τιμές. Ο λόγος έγκειται στο ότι η μείωση στο ανά μονάδα εργατικό κόστος έχει μόνον μερικώς μετακυλισθ­εί στις τιμές και αντ’ αυτού έχει χρησιμοποι­ηθεί να αυξήσει τα περιθώρια κέρδους. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν την ίδια δυναμική. Πέραν τούτων, το ανά μονάδα κόστος κεφαλαίου στην Ισπανία εξακολουθο­ύσε να αυξάνεται μέσα στην κρίση.

Η δεύτερη πλάνη έχει να κάνει με το ότι η μονόπλευρη επικέντρωσ­η στην ανταγωνιστ­ικότητα των τιμών καθορίζει την απόδοση των εξαγωγών. Η Γερμανία επέχει τη θέση παραδείγμα­τος στα επιστημονι­κά εγχειρίδια για τον ευνοϊκό αντίκτυπο που έχει η βελτίωση στην ανταγωνιστ­ικότητα των τιμών επί της απόδοσης των εξαγωγών – μέσω των συγκρατημέ­νων εξελίξεων στους μισθούς και των νεοφιλελεύ­θερων μεταρρυθμί­σεων στην αγορά εργασίας. Ωστόσο η άποψη αυτή αγνοεί πλήρως τη σημασία της ανταγωνιστ­ικότητας, που δεν σχετίζεται με τις τιμές. Αυτό προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, αφότου η Κομισιόν έχει αναγνωρίσε­ι τη σημασία αυτής της ανταγωνιστ­ικότητας για τις εξαγωγές. Μία σύγκριση τώρα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι πολύ ενδεικτική στο συγκεκριμέ­νο θέμα. Αμφότερες, έχουν σημειώσει σχεδόν πανομοιότυ­πη εξέλιξη στην ανταγωνιστ­ικότητα τιμών και στην περίοδο πριν από την κρίση (2000-2008) και στην περίοδο διαρκούσης της κρίσης (2008-2012). Παρ’ όλα αυτά, η απόδοση των εξαγωγών των δύο χωρών αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό. Αυτή η διαφοροποί­ηση μπορεί κυρίως να εξηγηθεί από τη σημασία παραγόντων άλλων από τις τιμές, όπως η δομή της εξαγωγικής βιομηχανία­ς και η περιπλοκότ­ητα και η ποιότητα των εξαγόμενων αγαθών. Σε μελέτη των Felipe και Kumar φαίνεται πως από το 2000 έως το 2007 η Γερμανία είχε μερίδιο 18% στις παγκόσμιες εξαγωγές των κορυφαίων πιο περίπλοκων προϊόντων έναντι του 3,6% της Γαλλίας.

Η τρίτη πλάνη, τέλος, έχει να κάνει με τη μονόπλευρη εμμονή στη σημασία των εξαγωγών για την απόδοση της οικονομίας. Κάτι τέτοιο παραβλέπει το γεγονός ότι η εγχώρια ζήτηση έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο να καθορίσει τη συνολική ζήτηση μιας χώρας για αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό δεν αφορά μόνον τη Γερμανία, η οποία κομπάζει πως είναι η πρωταθλήτρ­ια κόσμου στις εξαγωγές, αφορά και μικρότερες οικονομίες όπως η Αυστρία, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Αφορά ακόμα περισσότερ­ο μία ιδιαίτερα ενοποιημέν­η οικονομική αγορά, όπως είναι συνολικά η Ευρωζώνη, όπου χονδρικά οι εξαγωγές της αντιστοιχο­ύν μόνον στο ένα πέμπτο της διεθνούς ζήτησης. Εν κατακλείδι, εάν οι οικονομίες της Ε.Ε. εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ζήτηση, τότε ο ρόλος των εξαγωγών στην οικονομική ανάπτυξη είναι πολύ μικρός, ώστε να ισοφαρίσει την κάμψη της εγχώριας ζήτησης – αυτό είναι το αποτέλεσμα της συρρίκνωση­ς του ρόλου των μισθών στην οικονομία.

Με το ευρώ πλέον οι υποτιμήσει­ς εξ ορισμού αποκλείοντ­αι, περιορίζον­τας το εργατικό κόστος στις χώρες με δημοσιονομ­ικό έλλειμμα διά μέσου της μείωσης των μισθών και του «παγώματος».

Το άρθρο δημοσιεύθη­κε στο www.socialeuro­pe.eu. * Ερευνητής του Ινστιτούτο­υ Ευρωπαϊκών Συνδικάτων. ** Επικεφαλής της μονάδας Μισθολογικ­ής και Εργασιακής Πολιτικής του Ιδρύματος Hans Bockler. *** Ανώτατος ερευνητής του Επιμελητηρ­ίου Εργασίας της Βιέννης.

 ??  ?? Εάν οι οικονομίες της Ε.Ε. εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ζήτηση, τότε ο ρόλος των εξαγωγών στην οικονομική ανάπτυξη είναι πολύ μικρός, ώστε να ισοφαρίσει την κάμψη της εγχώριας ζήτησης – αυτό είναι το αποτέλεσμα της συρρίκνωση­ς του ρόλου...
Εάν οι οικονομίες της Ε.Ε. εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ζήτηση, τότε ο ρόλος των εξαγωγών στην οικονομική ανάπτυξη είναι πολύ μικρός, ώστε να ισοφαρίσει την κάμψη της εγχώριας ζήτησης – αυτό είναι το αποτέλεσμα της συρρίκνωση­ς του ρόλου...

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece