Οι ΗΠΑ εξέταζαν εναλλακτικές εγκαταστάσεις για τις βάσεις
Οι δύσκολες σχέσεις Ανδρέα Παπανδρέου και στρατηγών και η σταδιακή εξέλιξη του ελληνικού πολιτικού συστήματος «στην κατεύθυνση της νόρμας που επικρατεί στη Δυτική Ευρώπη».
Ισως η πλέον ενδεικτική επίδειξη πυγμής, με χαρακτηριστικά ακραίου επικοινωνιακού και πολιτικού εντυπωσιασμού, του Ανδρέα Παπανδρέου της πρώτης περιόδου, ήταν η διαχείριση των διαπραγματεύσεων για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Σε έγγραφό του της 10ης Μαΐου 1983, ο Μίλτον Κόβνερ, υπεύθυνος της Υπηρεσίας για τη Δυτική Ευρώπη, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι πρώιμες ενδείξεις πως οι ΗΠΑ εξετάζουν το ενδεχόμενο «εναλλακτικών εγκαταστάσεων» εκτός Ελλάδας, «ιδιαίτερα στην Τουρκία, απλώς θα οδηγούσε στην επιδείνωση της κατάσταση και θα προσέθετε περισσότερη υποστήριξη στην κυβέρνηση στην υποτιθέμενη υπεράσπιση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων». Ο Κόβνερ είχε εκτιμήσει ότι αν οι Αμερικανοί δεν υποχωρήσουν από κάποιες συγκεκριμένες θέσεις (στο έγγραφο παραλείπονται αρκετές παράγραφοι οι οποίες πιθανότατα περιγράφουν τη φύση και τις δυνατότητες των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων), τότε ο Παπανδρέου θα είχε μια σειρά από επιλογές, ανάμεσα στις οποίες να καταφύγει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή «και να ζητήσει Εθνικό Δημοψήφισμα για το θέμα, δηλώνοντας ότι η κυβέρνησή του θα συναινέσει στη λαϊκή βούληση».
Σε άλλο σημείωμα με τίτλο «Ο Παπανδρέου και ο στρατός» (Απρίλιος του 1983), αναφέρεται ότι η εκλογή του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ στην πρωθυπουργία αντιμετωπιζόταν από το σώμα των αξιωματικών «με βαθιά ανησυχία» – κάτι το οποίο γνώριζε καλά ο νέος πρωθυπουργός. Ωστόσο, όπως κρίνουν οι συντάκτες, στον πρώτο ενάμιση χρόνο της θητείας του, είχε πείσει την πλειοψηφία των στρατιωτικών ότι δεν θα ήταν απαραίτητη η περαιτέρω ανάμειξή τους στην πολιτική για τη διασφάλιση της παραμονής της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται, το πέτυχε αυτό διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα τις αμυντικές δαπάνες και παρέχοντας αυξήσεις στους εν ενεργεία στρατιωτικούς. Επιπλέον όμως, αναγνωρίζεται στο σημείωμα ότι η σκληρή στάση του Παπανδρέου στο θέμα του ΝΑΤΟ και των βάσεων απολαμβάνει τη στήριξη του στρατού, που είναι «πάνω από όλα σθεναρά εθνικιστικός» στην πολιτική του κοσμοθεωρία. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξελίσσεται σταδιακά «στην κατεύθυνση της νόρμας που επικρατεί στη Δυτική Ευρώπη», κάτι που «θα είναι η καλύτερη εγγύηση» κατά της επανάληψης των στρατιωτικών επεμβάσεων του παρελθόντος. Οι δυσκολίες των Αμερικανών να συνεννοηθούν με την κυβέρνηση Παπανδρέου είναι ορατές και σε σημείωμα του Ιανουαρίου του 1984. Τότε, έπειτα από συνάντησή του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα αναφέρει ότι η υπόθεση των συνομιλιών για τo Σύμφωνο Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (ακρωνύμιο DECA) αντιμετωπιζόταν, «τουλάχιστον στο επίπεδο του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Καψή», ως μία «συγκρουσιακή διαπραγμάτευση». Σημειώνει, ως ενδεικτική, τη μη συνεργάσιμη στάση του Ελληνα υπουργού, την απαίτησή του να αποχωρήσουν από την Ελλάδα δύο Αμερικανοί στρατιώτες που κατηγορούνταν ότι φωτογράφιζαν παράνομα στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Το καθεστώς Καντάφι
Στα έγγραφα της CIA υπάρχουν αναφορές και στις σχέσεις που είχε το καθεστώς του τότε προέδρου της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι τόσο με την Αθήνα, όσο και με την Αγκυρα σε στρατιωτικό επίπεδο. «Οι Ελληνες», αναφέρεται σε έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1984, «επιζητούν την κεφαλαιοποίηση των υποτιθέμενων συμπαθειών μεταξύ της σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Αθήνα και του ριζοσπαστικού λιβυκού καθεστώτος, ενώ οι Τούρκοι προσβλέπουν στην ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά που μοιράζονται με τη Λιβύη». Στο έγγραφο τονίζεται ότι ο Καντάφι είχε εκδηλώσει την πρόθεση να μεσολαβήσει μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων, ωστόσο «καμία από τις δύο πλευρές δεν πήρε σοβαρά την προσφορά του».
Το πλέον πρόσφατο έγγραφο που αφορά την Ελλάδα, έχει ημερομηνία 30 Ιουνίου 1994 και αφορά την ένταση μεταξύ Αθηνών και Τιράνων για την Ελληνική Εθνική Μειονότητα στη νότια Αλβανία. Ο συγγραφέας του συγκεκριμένου σημειώματος εξέφραζε φόβο ότι «μια διμερής κρίση στο μειονοτικό θέμα, που θα οδηγούσε σε ελληνικά αντίποινα, θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τη φιλοαμερικανική κυβέρνηση (σ.σ. των Τιράνων) προς όφελος των πρώην κομμουνιστών και να έχουν περιφερειακές επιπτώσεις».