H πολιτική της ΕΚΤ δεν ταιριάζει στη Γερμανία
Η Γερμανία αισθάνεται το βάρος της ίδιας τής οικονομικής της δύναμης. Επί οκτώ έτη η Γερμανία των 83 εκατομμυρίων κατοίκων έχει την υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Πλέον έχει και από τους υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού –σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν χθες, ο ετήσιος ρυθμός ήταν υψηλότερος από το 2% σε ορισμένα κρατίδια– και η δυσαρέσκεια προς την ΕΚΤ έχει μετατραπεί σε ενόχληση.
Επικριτές και ΜΜΕ καταφέρονται εναντίον της νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, η οποία προτίθεται να υποστηρίξει όχι μόνο τη Γερμανία αλλά ολόκληρη την Ευρωζώνη των 19 κρατών-μελών, τη στιγμή που τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας δυσκολεύονται να περιορίσουν την άνοδο του λαϊκισμού ενόψει των γενικών εκλογών. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει προειδοποιήσει ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός θα μπορούσε να προ- καλέσει «πολιτικά προβλήματα». Οι Γερμανοί κεντρικοί τραπεζίτες καλούν τους ομολόγους τους να αρχίσουν να συζητούν τον τερματισμό της πολιτικής ενίσχυσης της οικονομίας μέσω αντισυμβατικών μέτρων. «H συζήτηση είναι υπερβολική», λέει ο κ. Κάρστεν Μπρζέσκι, οικονομολόγος της ING στη Φρανκφούρτη. «Για όσο διάστημα παραμένει ο δομικός πληθωρισμός στη Γερμανία γύρω στο 1%, τότε δεν υπάρχει πραγματικά κανένας λόγος ανησυχίας. Μάλιστα θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς πώς θα μπορούσε να αντιδράσει η ΕΚΤ», προσθέτει. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία διαμορφώθηκε στο 1,9% τον Ιανουάριο, κάτι που αναμένεται να πυροδοτήσει νέο γύρο αμφισβήτησης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Τον περασμένο μήνα η Bild είχε αρχίσει τον χορό των διαμαρτυριών με πρωτοσέλιδο τίτλο που έλεγε «Αυξήστε τώρα τα επιτόκια!». Εξέχοντες Γερμανοί οικονομολόγοι και πολιτικοί προειδοποιούν ωμά πως η ΕΚΤ το έχει παρατραβήξει με τη χαλαρή νομισματική της πολιτική, παρά το γεγονός πως η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως στο κόστος της ενέργειας, κάτι που η ΕΚΤ δεν μπορεί να ελέγξει. Προ ημερών η κ. Ζαμπίνε Λαουτενσλάγκερ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, είχε υποστηρίξει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για σταθερή άνοδο του πληθωρισμού και ότι συνεπώς μπορεί να συζητηθεί σύντομα το θέμα της εξόδου από τη χαλαρή νομισματική πολιτική. Ο Γερμανός κεν- τρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως για τους κινδύνους που σχετίζονται με τις αγορές ομολόγων και την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική. Μπορεί η αποστροφή της Γερμανίας για τον πληθωρισμό να αντιμετωπίζεται με κατανόηση στο εξωτερικό, ωστόσο η σφοδρότητα των αντιδράσεων έχει τρομάξει ορισμένους. Ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι είχε εκφράσει ανησυχία την προηγούμενη εβδομάδα σχετικά με το ενδεχόμενο πρόωρης σκλήρυνσης της νομισματικής πολιτικής. «Είναι οι χώρες της περιφέρειας με πολύ χαμηλό πληθωρισμό επειδή υπάρχει χαμηλή οικονομική δραστηριότητα, και είναι και η Γερμανία, όπου η υψηλότερη οικονομική δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα ισχυρότερη ανοδική τάση του πληθωρισμού. Ακόμη και αν πετύχει η ΕΚΤ τον στόχο για πληθωρισμό λίγο κάτω από το 2%, ορισμένες χώρες θα έχουν χαμηλότερο πληθωρισμό και άλλες υψηλότερο», λέει ο κ. Στάφαν Κίπαρ, οικονομολόγος της Bayerishe Landesbank στο Μόναχο. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει προσπαθήσει να κατευνάσει τις γερμανικές ανησυχίες, επιχειρηματολογώντας πως η συνεχιζόμενη υποστήριξη της οικονομίας της Ευρωζώνης μέσω των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και των αγορών ομολόγων είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας και πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος ο πληθωρισμός να τεθεί εκτός ελέγχου. Το βασικό του επιχείρημα είναι πως ο δομικός πληθωρισμός παραμένει πολύ χαμηλός.
Οι γερμανικές εταιρείες μεταφέρουν μόνο εν μέρει στους πελάτες τους το υψηλότερο κόστος και οι καταναλωτές δεν έχουν αντιληφθεί σημαντική αύξηση του πληθωρισμού. Η αύξηση των μισθών παραμένει υποτονική παρά την ισχυρή ανάπτυξη των τελευταίων τριών χρόνων και παρά το γεγονός πως η ανεργία έχει υποχωρήσει σε επίπεδο-ρεκόρ.
Η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ προσπαθεί να στηρίξει το σύνολο των μελών της Ευρωζώνης και όχι μόνο τη Γερμανία.