Κουβεντιάζοντας με έναν αιωνόβιο
Αξιοπρόσεκτη, νομίζω, για τους εκλεκτούς αναγνώστες σας μια πρόσφατη συζήτηση. Σε στάση λεωφορείου. Ρώτησα κάποιον εάν περιμένει αρκετή ώρα, ώστε να υπολογίσω χρονικά την ταλαιπωρία μου. Τσουχτερό το κρύο, συνεχίσαμε για τον ασυνήθη φέτος καιρό. «Ερχεται άνοιξη, θα φτιάξει σε λίγο, έχουμε ελπίδα, με τα άλλα τι κάνουμε;» συνέχισε. Τόλμησα τη φράση: «Φαίνεστε έμπειρος άνθρωπος και με κάποια χρόνια... Απογοητευμένος λοιπόν;». Αντέδρασε άμεσα: «Αυτά τα “κάποια” πλησιάζουν τα 100...» είπε, με αγέρωχο χαρακτηριστικό χαμόγελο. Συνέχισα: «Αιωνόβιος, λοιπόν, αλλά σαν τα βουνά, που λέει κι ο λαός, δεν γερνάτε». Χάρηκε, προφανώς, τις αναφορές μου προσθέτοντας: «Δεν ξέρω αν πήρα απ’ τα βουνά, γιατί εκεί μεγάλωσα, ή αν είναι η σκληρή ζωή που πέρασα ανάμεσα σε άλλα 7 αδέλφια. Η μάνα μου δούλευε 20 ώρες το 24ωρο και τελείωσαν το πανεπιστήμιο τα μισά της παιδιά... Δεν ξέρω!» ξαναείπε, μάλλον συγκινημένος με τις αναμνήσεις του.
Ευκαιρία, σκέφθηκα, να ακούσω την κρίση του για την κρίση. Οικονομολόγος ο ίδιος. Συνέχισα μη ξεχνώντας την επισήμανσή του. «Δηλαδή, δεν μπορούμε να ελπίζουμε;». Κι εκείνος: «Ξεχάσαμε τι περάσαμε ως λαός, το ρίξαμε έξω, όλοι. Και να τ’ αποτελέσματα!». «Φταίμε, λοιπόν, όλοι;» ρώτησα. Επίμονος... Συνέχισα: «Τι θα λέγατε για τους πολιτικούς μας;» Απάντηση: «Για πέταμα... Ελυσαν κανένα πρόβλημα της χώρας;».
Περίεργος ρώτησα ακόμη: «Πώς θα μπορούσαμε να πάμε μπροστά;». Απάντησε άμεσα: «Λίγη η ζωή μας, πολλά και ψεύτικα λόγια παντού... Να μονιάσουμε και να δουλεύουμε».
Το λεωφορείο αυτή τη φορά, ατυχώς, δεν καθυστέρησε...