Συνταγές για την ινδική οικονομία
να το φτιάξεις. Αυτό το αίσθημα κυριαρχεί λίγο προτού η κυβέρνηση της Ινδίας παρουσιάσει τον προϋπολογισμό για το 2017. Εν μέσω σημαδιών ότι η απαγόρευση, στις 8 Νοεμβρίου, του 86% των εν κυκλοφορία χαρτονομισμάτων μείωσε τη ζήτηση, προκάλεσε προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και ανέκοψε την πιστωτική επέκταση, οι επενδυτές περιμένουν κάποιου είδους δημοσιονομικό δώρο από τον πρωθυπουργό κ. Ναρέντρα Μόντι. Μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές για το 3% που υποβάλλει φορολογική δήλωση δεν θα ήταν λανθασμένη κίνηση. Αν δεν υπάρξει κάποιου είδους αποζημίωση προς τη μεσαία τάξη, θα μπορούσε να επιβραδυνθεί σοβαρά η ανάκαμψη της ζήτησης. Παράλληλα θα ήταν πιο δύσκολη η μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από το 30%, με την ελπίδα ότι θα αναζωογονηθούν οι επενδύσεις. Αν η δημοσιονομική μεγαθυμία αποδειχθεί υπερβολική, τότε είναι πιθανό να ματαιωθούν οι ελπίδες για μείωση του εσωτερικού κόστους δανεισμού της Ινδίας κατά 100 με 200 μονάδες βάσης το 2017, γεγονός που σημαίνει πως η χώρα θα βρεθεί σε χειρότερη θέση σε έναν χρόνο απ’ ό,τι είναι σήμερα. Το ινδικό δημοσιονομικό οικοδόμημα, πάντοτε ελαφρώς ασταθές, βασίζεται σήμερα στην αγορά πετρελαίου. Η ομοσπονδιακή και οι τοπικές κυβερνήσεις είχαν εκμεταλλευθεί την υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να αυξήσουν τη φορολόγησή του, με αποτέλεσμα να αποτελούν οι φόροι σήμερα περίπου το 50% της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής. Τώρα, με το πετρέλαιο να γίνεται ακριβότερο, δεν υπάρχει πλέον περιθώριο αύξησης της φορολογίας. Με σημαντικές τοπικές εκλογές να διεξάγονται το επόμενο χρονικό διάστημα, ενδέχεται να χρειαστεί η μείωση της φορολογίας ώστε να μην εξοργιστούν περισσότερο οι καταναλωτές που είναι ήδη εξοργισμένοι από την κατάργηση των χαρτονομισμάτων και όσων ακολούθησαν.
Η Morgan Stanley υπολογίζει πως αύξηση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου κατά 10 δολάρια θα οδηγήσει σε πτώση των εσόδων από τη φορολογία του πετρελαίου κατά 0,25% του ινδικού ΑΕΠ. Μπορεί η μείωση να μην ακούγεται σοβαρή, ωστόσο όσοι επενδύουν σε ινδικά ομόλογα έχουν αποδεχθεί πως η κυβέρνηση δεν θα πετύχει το 2017 τον στόχο για δημοσιονομικό έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ. Περαιτέρω αστοχία κατά 0,25% θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού. Ποιος θα δεχόταν πλήγμα σε αυτήν την περίπτωση; Υπάρχουν σήμερα εννέα μεγάλες ινδικές εταιρείες των οποίων η αναλογία δανείων που έχουν λάβει ως προς τα περιουσιακά τους στοιχεία υπερβαίνει το 4. Με άλλα λόγια, έχουν δανειστεί τουλάχιστον τρεις φορές το ποσό που αξίζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι περισσότερες ινδικές εταιρείες με μεγάλη μόχλευση που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Βομβάης έχουν πολύ μικρά περιθώρια κέρδους. Το 2014, όταν είχε κερδίσει την εξουσία ο κ. Μόντι, υπήρχαν 13 ινδικές εταιρείες με πολύ υψηλή μόχλευση στον χρηματιστηριακό δείκτη BSE 100 του Χρηματιστηρίου της Βομβάης. Αν δεν είχαν βγει από τον δείκτη τέσσερις εξ αυτών, τότε θα ήταν απολύτως σαφές ότι συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό η κρίση οξείας μόχλευσης των ινδικών εταιρειών. Η διατήρηση του κόστους του κεφαλαίου σε χαμηλά επίπεδα θα βοηθούσε πολύ περισσότερο από έναν μικρότερο λογαριασμό σε φόρους.
Ωστόσο, είναι πιθανόν οι αγορές να πανηγυρίσουν με μια γενναία μείωση της εταιρικής φορολογίας για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουν δει μείωση εδώ και είκοσι χρόνια. Οι επενδυτές θα εντυπωσιαστούν πολύ λιγότερο αν η κυβέρνηση προσπαθήσει να αντισταθμίσει την απώλεια των φορολογικών εσόδων, μέσω της υψηλότερης φορολόγησης των μακροπρόθεσμων κεφαλαιουχικών κερδών.
Οι επενδυτές περιμένουν κάποιου είδους δημοσιονομικό δώρο από τον πρωθυπουργό κ. Ναρέντρα Μόντι.