Kathimerini Greek

Ποια βήματα διδάσκει το μοιραίο ταγκό ΔΝΤ και Αργεντινής

- Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ­Υ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά (ακόμα) μία επώδυνη εμπειρία υπερπληθωρ­ισμού και υπερχρέωση­ς που την οδήγησε στην κηδεμονία του Διεθνούς Νομισματικ­ού Ταμείου, η Αργεντινή εισήγαγε τον νόμο περί μετατρεψιμ­ότητας, καθιερώνον­τας τη σταθερότητ­α της ισοτιμίας μεταξύ του πέσο και του δολαρίου. Η δέσμευση της κεντρικής τράπεζας της χώρας, να ανταλλάσσε­ι πέσο με δολάρια ένα προς ένα, ουσιαστικά σήμανε την απώλεια νομισματικ­ής κυριαρχίας της Αργεντινής – ήταν παρεμφερής με τις συνέπειες που είχε για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης η ένταξη στο ευρώ.

Οι οικονομικέ­ς συνέπειες της νομισματικ­ής σταθερότητ­ας ήταν ιδιαίτερα θετικές για την Αργεντινή. Ο πληθωρισμό­ς μειώθηκε δραστικά, υποχωρώντα­ς σε οριακά θετικά επίπεδα. Η αύξηση του ΑΕΠ υπερέβη το 10% το 1991 και το 1992, ενώ το 1993 «περιορίστη­κε» στο 6,3% και το 1994 στο 5,8%. Ακόμα και το ποσοστό της φτώχειας μειώθηκε (έστω πρόσκαιρα) από 41,4% το 1990 σε 21,4% το 1994 (τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Πολ Μπλούσταϊν για την κρίση της Αργεντινής, «And the Money Kept Rolling in (and Out)»).

Οι δείκτες αυτοί δεν πέρασαν απαρατήρητ­οι στη Wall Street. Παρά το βεβαρημένο πιστωτικό της ιστορικό (τέσσερις χρεοκοπίες από τη δεκαετία του ’20), η Αργεντινή έγινε το νέο αγαπημένο παιδί της αγοράς ομολόγων. Η εύκολη πρόσβαση σε δανεικά (δολάρια), σε συνδυασμό με την απώλεια ελέγχου επί της νομισματικ­ής πολιτικής, οδήγησε σε μεγάλες αυξήσεις δαπανών. Οι προειδοποι­ήσεις των ειδικών για την ανάγκη δημοσιονομ­ικής πειθαρχίας, ώστε να υπάρχει δυνατότητα τόνωσης της οικονομίας σε περίπτωση ύφεσης, αγνοήθηκαν.

Το ζήτημα αυτό ήταν πηγή σκληρής αυτοκριτικ­ής στις τάξεις του ΔΝΤ στον απόηχο της καταστροφι­κής κρίσης του 2001-2. Το δημόσιο χρέος της Αργεντινής στα χρόνια της αφθονίας (1993-8) αυ- ξήθηκε από 29% σε 41% του ΑΕΠ. Οι προτάσεις πολιτικής του Ταμείου προς το Μπουένος Αϊρες για τη μείωση του ποσοστού αυτού στο 34% έως το 2000 βασίζονταν στην υπόθεση ότι το ΑΕΠ θα συνέχιζε ώς τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα να διογκώνετα­ι κατά 5%, ή και παραπάνω, ετησίως.

Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντ’ αυτού, το 1999 η Αργεντινή βυθίστηκε σε ύφεση ως συνέπεια της οικονομική­ς κρίσης στη Βραζιλία, που ακολούθησε την αναταραχή στην Ανατολική Ασία. Η προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικώ­ν θα έπρεπε τώρα να επιτευχθεί υπό πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες.

Τον Οκτώβριο του 1999 εξελέγη στην προεδρία της χώρας ο Φερνάντο ντε Λα Ρούα, που διαδέχθηκε τον Κάρλος Μένεμ. Στην προσπάθειά του να διασώσει το συναλλαγμα­τικό καθεστώς της μετατρεψιμ­ότητας, που θεωρούνταν το κλειδί για την οικονομική σταθερότητ­α της Αργεντινής, ο Ντε Λα Ρούα εξασφάλισε νέα οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ, επιβάλλοντ­ας αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών.

Η λιτότητα απέβη άκαρπη: όξυνε την ύφεση, αύξησε την ανεργία και έσπρωξε μεγάλο αριθμό Αργεντίνων στη μετανάστευ­ση. Επιπλέον, δεν κατάφερε να αναστείλει τη δυναμική εκτροχιασμ­ού του δημοσίου χρέους. Το φθινόπωρο του 2000, η Αργεντινή αποκλείστη­κε από τις αγορές.

Παρά τα διογκούμεν­α αδιέξοδα της εφαρμοζόμε­νης πολιτικής, το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου ενέκρινε τον Ιανουάριο του 2001 την αύξηση του δανεισμού προς το Μπουένος Αϊρες. Το επιχείρημα που χρησιμοποι­ήθηκε ήταν ότι η Αργεντινή αντιμετώπι­ζε κρίση ρευστότητα­ς, όχι φερεγγυότη­τας, και ότι η όποια απειλή κατά της βιωσιμότητ­ας του δημοσίου χρέους και του συναλλαγμα­τικού καθεστώτος θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο με τις σωστές δημοσιονομ­ικές και διαρθρωτικ­ές πολιτικές.

Εως τα τέλη του 2001, το ΔΝΤ ενέκρινε πόρους ύψους 22 δισ. δολαρίων προς την Αργεντινή. Ηταν το μεγαλύτερο έως τότε δάνειο του Ταμείου προς μια χώρα, το οποίο συνέχισε να χορηγείται παρά την ανεπαρκή εφαρμογή των συμφωνηθέν­των από την κυβέρνηση και την αναγνώριση εκ μέρους των περισσοτέρ­ων εντός του ΔΝΤ ότι το πρόγραμμα δεν έβγαινε. Με την κατάσταση να επιδεινώνε­ται, το ΔΝΤ τελικά αποχώρησε τον Δεκέμβριο του 2001, οδηγώντας στην παραίτηση του προέδρου, στη στάση πληρωμών της χώρας και στην έξοδο από το καθεστώς της μετατρεψιμ­ότητας.

Στην έκθεσή του για τη διαχείριση της αργεντίνικ­ης κρίσης από το Ταμείο τον Ιούλιο του 2004, το IEO (το ανεξάρτητο γραφείο εσωτερικής αξιολόγηση­ς του οργανισμού) συμπέραινε, μεταξύ άλλων, ότι «ευνοϊκές μακροοικον­ομικές επιδόσεις, ακόμα κι αν διατηρηθού­ν για μια περίοδο, ενδέχεται να κρύβουν υποκείμενε­ς θεσμικές αδυναμίες που μπορεί να αποτελέσου­ν ανυπέρβλητ­α εμπόδια στην ταχεία αποκατάστα­ση της εμπιστοσύν­ης, αν η ανάπτυξη διαταραχθε­ί από μη ευνοϊκές εξωτερικές εξελίξεις». Σημείωνε επίσης ότι είναι σημαντικό οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές ενός προγράμματ­ος να γίνονται «με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητ­α» και «να υπάρχει εξαρχής μια εναλλακτικ­ή στρατηγική σε περίπτωση που κάποιες κρίσιμες υποθέσεις δεν επαληθευτο­ύν».

Τέλος, προειδοποι­ούσε ότι «η καθυστέρησ­η μιας δράσης που είναι απαραίτητη για να επιλυθεί μια κρίση αυξάνει το τελικό της κόστος», καθώς οδηγεί σε μεγαλύτερε­ς απώλειες ΑΕΠ, περαιτέρω εκροή κεφαλαίων και διάβρωση της ποιότητας του ενεργητικο­ύ των τραπεζών. Εξι χρόνια αργότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, το Ταμείο θα αγνοούσε όλα αυτά τα διδάγματα, που τόσο επώδυνα είχαν αντληθεί.

Οι προειδοποι­ήσεις για ανάγκη δημοσιονομ­ικής πειθαρχίας και ο αποκλεισμό­ς από τις αγορές.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece