Από τα Ιμια του 1996 στα Ιμια του 2017
Ιανουάριος 1996. Σκαρφαλωμένος στα ορεινά, καβαλώντας σχεδόν το έδρανό του, ένας νεαρός βουλευτής έκραζε τον πρωθυπουργό. Πρωθυπουργός ήταν ο Σημίτης, που μόλις είχε ευχαριστήσει από το βήμα τους Αμερικανούς για την πυροσβεστική τους παρέμβαση στην κρίση των Ιμίων. Το ακατέργαστο πολιτικό ταλέντο στα ορεινά –που έμελλε να διαπρέψει χωρίς να χρειαστεί να υποστεί πολλή κατεργασία– ήταν ο Πάνος Καμμένος.
Ιανουάριος 1996 - Ιανουάριος 2017. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτή ήταν η πιο ήρεμη εικοσαετία στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Hταν έτσι επειδή τέθηκαν μέσω Ευρώπης –κυρίως μέσω της στρατηγικής του Ελσίνκι– οι σταθερές που οδήγησαν σταδιακά τις σχέσεις με την Τουρκία σε μια μεταβαλκανική, σχεδόν δυτική κανονικότητα.
Δεν περίμενε κανείς το πρόσφατο θέατρο στο Αιγαίο για να ψυχανεμιστεί ότι αυτό το εθνικό κεκτημένο κλυδωνίζεται. Ούτε η Τουρκία ούτε η Ελλάδα είναι πια ίδιες. Στον περίπου μισό χρόνο που μεσολάβησε από την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του, ο Ερντογάν μοιάζει να έχει γυρίσει την Τουρκία μισόν αιώνα πίσω. Στην Ελλάδα, την ιστορική μετατόπιση ενσαρκώνει πιο παραστατικά το πρόσωπο που προοριζόταν για τον δεύτερο ρόλο: Ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος.
Ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ δεν λειτουργεί μόνο στο πλαίσιο του συνεταιρισμού του με τον Τσίπρα. Δεν είναι πια χρήσιμος μόνον ως παρτενέρ για τις εγχώριες κυνομαχίες – όπως εκείνη της περασμένης Τετάρτης στη Βουλή. Ο Καμμένος εξάγει εαυτόν και στο διπλωματικό πεδίο.
Ορίζει ο υπουργός Aμυνας την εξωτερική πολιτική; Oχι ακριβώς. Ορίζει ένα κομμάτι από το διάχυτο, πολυκέφαλο εγχείρημα που λέγεται «εξωτερική πολιτική» υπό τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το ορίζει όχι μόνο σκηνοθετικά με εναέρια μνημόσυνα ή με στρατιωτικές στολές. Το ορίζει κυρίως με πρωτοβουλίες αμιγώς «διπλωματικές». Με δηλώσεις, ταξίδια και χειρονομίες που εξαπλώνονται σε όλη την γκάμα των εξωτερικών σχέσεων – από το προσφυγικό μέχρι τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Διαπραγμάτευση που εσχάτως ο Καμμένος αναβάθμισε από «πολιτική» σε «γεωπολιτική» – εμπλέκοντας σε αυτήν και τις επαφές που επεδίωξε ο ίδιος με Aμερικανούς παράγοντες.
Κανονικά, θα έπρεπε κανείς να υποθέσει ότι αυτές οι πρωτοβουλίες δεν συνιστούν εκδηλώσεις μόνο του καμμενικού φρονήματος. Θα έπρεπε να υποθέσει ότι εκφράζουν και την κυβέρνηση. Oτι, ας πούμε, ο πρωθυπουργός, την ίδια στιγμή που προσφεύγει στη μεσιτεία της Μέρκελ έναντι του Ερντογάν, ενεργοποιεί ως διπλωματικό σαμποτέρ τον κυβερνητικό του εταίρο, που περιφρονεί ανοικτά το Βερολίνο και σπεύδει ο ίδιος –επιτόπου– να ρίξει ρίζες στην αυλή του Τραμπ.
Oποια κι αν είναι τα ελατήρια, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Η εξωτερική πολιτική των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστρέφει σε ένα σκηνικό προ του 1996. Είτε από πρόθεση. Είτε από πλάνη. Είτε από σκέτη παρόρμηση.
Θα ήταν εύκολο να χρεώσει κανείς την υποτροπή της νομισματικής ανασφάλειας μόνο στον εθνορομαντισμό. Ο υπ. Αμυνας ορίζει ένα κομμάτι από το διάχυτο εγχείρημα που λέγεται «εξωτερική πολιτική» υπό τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.