Ηλιος, τσίπουρο και δραχμή
Ηουτοπία του λαϊκισμού βρίσκεται στο παρελθόν. Βρίσκεται σε μια πατρίδα που κάποτε μεγαλουργούσε με τη μαλακή πλην τίμια δραχμή και μπορεί, όπως το λέει και το σύνθημα του αμερικανικού συρμού, να γίνει «μεγάλη ξανά».
Μια τέτοια πατρίδα έχει κατά νου και ο Νίκος Ξυδάκης. Πατρίδα ονειρική, που όμως δεν υπήρξε ποτέ όπως την περιγράφουν οι νοσταλγοί της, καταστρώνοντας εκ των υστέρων την ιστορία. Περιγράφουν –για να δανειστεί κανείς τον νεολογισμό του μακαρίτη Ζίγκμουντ Μπάουμαν– μια «ρετροτοπία» που προσφέρει το επινοημένο χθες σαν καταφύγιο. Σαν τη μήτρα στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε για να λυτρωθούμε από τις ανασφάλειες του παρόντος.
Κήρυκας μιας ελληνικής ιδιαιτερότητας βγαλμένης από τη μήτρα της λαϊκής παράδοσης, ο Ξυδάκης υπερασπιζόταν με την αργκό του τεχνοκριτικού τις αξίες που ο πρωθυπουργός είχε υμνήσει σε απλή συριζαϊκή: τον ήλιο και το τσίπουρο, είχε πει, δεν μπορούν να μας τα πάρουν. Ακόμη και με δραχμή, με αυτά τα λίγα θα είμαστε ευτυχισμένοι. Μπορεί και πιο ευτυχισμένοι. Θα σμίγουμε σε ασβεστωμένες αυλές, που θα μοσχοβολάνε νεράντζι και γιασεμί, και θα τραγουδάμε αγκαλιασμένοι τον Αμάραντο.
Αν και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Ξυδάκης δεν συστήνεται ως επαγγελματίας της πολιτικής. Η πρότασή του να συζητηθεί στη Βουλή η επιστροφή στη δραχμή ήταν, είπε, μια «πνευματική συζήτηση». Ο ίδιος νιώθει ως πνευματικός άνθρωπος που έστερξε να δανείσει τον εαυτό του στην πολιτική. Γι’ αυτό και δεν μπαίνει στον κόπο να υπολογίσει τις πολιτικές συνέπειες των λόγων του. Δεν ενδιαφέρεται αν η αναζωπύρωση του δραχμισμού ενθαρρύνει τους οπαδούς του Grexit στην Ευρώπη. Αν στέλνει μηνύματα κυβερνητικής ζάλης στις αγορές. Αν δηλητηριάζει το ήδη καταρρακωμένο οικονομικό κλίμα στο εσωτερικό.
Είναι εύκολο να χρεώσει κανείς την υποτροπή της νομισματικής ανασφάλειας μόνο στον εθνορομαντισμό του Ξυδάκη. Είναι ακόμη πιο εύκολο να ταξινομήσει τον πρώην υπουργό ως ένα περιφερειακό στέλεχος που, μετά την αποπομπή του από το κυβερνητικό σχήμα, νιώθει ελεύθερο να σερβίρει ξαναζεσταμένη λίγη γλυκιά αυταπάτη.
Ομως, ο Ξυδάκης δεν είναι απλώς ένα λυτό στόμα, που μιλάει εκτός γραμμής. Είναι προϊόν της αβεβαιότητας που προκαλεί η ίδια η αδυναμία της κυβέρνησης να υπηρετήσει τη γραμμή της.
Οχι, ο Τσίπρας δεν ψάχνει πια, όπως το 2015, «άλλα λιμάνια» εκτός Ευρωζώνης. Εψαξε τότε και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε –όπως δεν θα μπορούσε καμία δημοκρατική κυβέρνηση– να κόψει την άγκυρα της Ελλάδας στην Ευρώπη. Συμβιβάστηκε, αλλά ούτε ο ίδιος ούτε το κόμμα του είχαν τον τρόπο να αφομοιώσουν τους λόγους που καθιστούσαν ιστορικώς αναγκαίο τον συμβιβασμό.
Ο Ξυδάκης είναι προϊόν αυτού του κόμματος. Ενός κόμματος που δεν θέλει το Grexit. Αλλά και δεν ξέρει πώς να το αποφύγει.