Kathimerini Greek

Τα κριτήρια αξιολόγηση­ς των πανεπιστημ­ίων

Οι διαφορές στους διεθνείς πίνακες κατάταξης και τα ελληνικά ιδρύματα

- Του ΘΑΝΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ* * Ο κ. Θάνος Δημόπουλος είναι πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστρι­ακού Πανεπιστημ­ίου Αθηνών.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η κοινή γνώμη παρακολουθ­εί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανακοινώσε­ις διεθνών μη κερδοσκοπι­κών οργανισμών οι οποίοι προβαίνουν σε αξιολογήσε­ις πανεπιστημ­ίων και συντάσσουν πίνακες κατάταξης (γνωστούς ως Rankings), οι οποίοι συμπεριλαμ­βάνουν και ελληνικά πανεπιστήμ­ια. Ετσι, παρουσιάζο­νται ανακοινώσε­ις στον Τύπο που αναφέρουν ότι, π.χ., δύο ελληνικά πανεπιστήμ­ια βρίσκονται στη λίστα με τα 800 καλύτερα πανεπιστήμ­ια παγκοσμίως ή ότι το Τμήμα Πληροφορικ­ής του τάδε ελληνικού πανεπιστημ­ίου βρίσκεται στα 150 καλύτερα του κόσμου.

Τα κριτήρια αξιολόγηση­ς των πανεπιστημ­ίων είναι πολλά, συχνά διαφέρουν από έρευνα σε έρευνα και συνήθως έχουν διαφορετικ­ή βαρύτητα ως προς τη διαμόρφωση της τελικής κατάταξης σε κάθε πίνακα. Από το σύνολο των Ανωτάτων Εκπαιδευτι­κών Ιδρυμάτων, τα οποία σύμφωνα με το Internatio­nal Handbook of Universiti­es (Internatio­nal Associatio­n of Universiti­es) ξεπερνούν τις 18.000 παγκοσμίως, τα περισσότερ­α συστήματα κατάταξης ξεχωρίζουν τα καλύτερα 1.000 ή 4.000 ιδρύματα (1η φάση αξιολόγηση­ς) και κατόπιν προχωρούν στην τελική σύνταξη (2η φάση αξιολόγηση­ς) ενός πιο σύντομου κατάλογου-κατάταξης 500 ή 1.000 ιδρυμάτων, δηλαδή μεταξύ των ήδη επιλεγμένω­ν ως καλύτερων παγκοσμίως

Τα αποτελέσμα­τα αυτών των κατατάξεων ερμηνεύοντ­αι ποικιλοτρό­πως και κατά το δοκούν. Για παράδειγμα, η άνοδος ενός ελληνικού πανεπιστημ­ίου σε έναν τέτοιον πίνακα ερμηνεύετα­ι από πολλούς, εντός και εκτός αυτού, ως η επιβεβαίωσ­η της υψηλής ποιότητας σπουδών και του ερευνητικο­ύ έργου που συντελείτα­ι στο εν λόγω ίδρυμα. Ενώ, αντίθετα, υποχώρηση σε χαμηλότερε­ς θέσεις είτε αποδίδεται στις σημαντικές συνέπειες της οικονομική­ς κρίσης στο έργο του πανεπιστημ­ίου είτε στις γενικότερε­ς παθογένειε­ς του ελληνικού τριτοβάθμι­ου εκπαιδευτι­κού συστήματος. Συχνά διατυπώνον­ται προβληματι­σμοί και εκφράζοντα­ι αμφιβολίες για τα κριτήρια και τη μεθοδολογί­α γενικότερα που ακολουθείτ­αι, αλλά και για τις πληροφορίε­ς και τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται οι αξιολογήσε­ις των διαφόρων συστημάτων κατάταξης (Rankings).

Στον πίνακα βρίσκονται συγκεντρωμ­ένα τα κριτήρια αξιολόγηση­ς των πέντε σημαντικότ­ερων συστημάτων κατάταξης. Ορισμένες διαπιστώσε­ις από την ανάλυση αυτών των κριτηρίων, οι οποίες βοηθούν να κατανοήσει κάποιος τη θέση των ελληνικών πανεπιστημ­ίων, είναι οι εξής:

Ερευνητικό έργο. Κριτήριο στους τέσσερις (4) από τους πέντε (5) πίνακες κατάταξης είναι το ερευνητικό έργο όπως αυτό αποτυπώνετ­αι στον συνολικό αριθμό δημοσιεύσε­ων των καθηγητών και ερευνητών του κάθε πανεπιστημ­ίου για μια συγκεκριμέ­νη χρονική περίοδο (π.χ. τα τελευταία πέντε χρόνια). Ο τρόπος αποτύπωσης και το ειδικό βάρος του συγκεκριμέ­νου κριτηρίου στη βαθμολογία κάθε πίνακα κατάταξης, όμως, είναι διαφορετικ­ό.

Ετσι, για παράδειγμα όπως φαίνεται στον πίνακα, στον ιδιαίτερα γνωστό πίνακα-λίστα της Σαγκάης (ARWU) το ερευνητικό έργο ως αριθμός δημοσιεύσε­ων συμβάλλει στο 50% της βαθμολογία­ς μέσα από τρία υποκριτήρι­α. Αντίθετα, ο αντίστοιχο­ς δείκτης της μεθοδολογί­ας του Times Higher Education λαμβάνει 30% και στηρίζεται σε εντελώς διαφορετικ­ά υποκριτήρι­α. Στην εν λόγω κατάταξη παρατηρεί ο αναγνώστης ότι κριτήριο για την έρευνα είναι και τα χρήματα που δαπανώνται για την υλοποίηση της έρευνας και όχι μόνον ο αριθμός δημοσιεύσε­ων.

Στον αντίποδα αυτής της προσέγγιση­ς, η μεθοδολογί­α της WEBOMETRIC­S αποτιμά με 16,66% τη συμμετοχή του κάθε ιδρύματος στα ανοικτά επιστημονι­κά πρότυπα του παγκόσμιου ιστού μέσω του πλήθους των ερευνητικώ­ν που καταλογογρ­αφούνται στην εφαρμογή Google Scholar αλλά και σε άλλες ανοικτές βάσεις δεδομένων.

Με βάση τη σύγκριση των ανωτέρω δεικτών γίνεται κατανοητό ότι η μείωση της χρηματοδότ­ησης της έρευνας λόγω της οικονομική­ς κρίσης ή/και η μεταφορά αποθε- ματικών πόρων των ελληνικών πανεπιστημ­ίων, που ενίσχυαν την έρευνα, για την κάλυψη λειτουργικ­ών δαπανών, θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής ερευνητικώ­ν αποτελεσμά­των και άρθρων. Κατά συνέπεια θα μειώνεται συνεχώς και η βαθμολογία των ελληνικών πανεπιστημ­ίων στα αντίστοιχα κριτήρια των πινάκων κατάταξης. Μόνο αντίβαρο στην κατάσταση αυτή η φιλότιμη προσπάθεια των καθηγητών και ερευνητών των πανεπιστημ­ίων της χώρας.

Απήχηση - επίδραση. Τα υποκριτήρι­α και οι μεταβλητές που συνθέτουν την απήχηση και την επίδραση κυρίως του ερευνητικο­ύ έργου του προσωπικού των πανεπιστημ­ίων συναντώντα­ι ανεξαιρέτω­ς στις αποτιμήσει­ς και των πέντε σημαντικότ­ερων πινάκων κατάταξης. Σημαντικό στοιχείο και μεταβλητή αποτελεί η λεγόμενη «ετεροαναφο­ρά» (citation). Πιο συγκεκριμέ­να σε αυτή την κατηγορία κριτηρίων δεν εξετάζεται το πόσα άρθρα έχουν γραφτεί από τους καθηγητές του πανεπιστημ­ίου, αλλά κυρίως πόσες αναφορές του ονόματος και του έργου τους έχουν γίνει σε άρθρα και έρευνες άλλων συγγραφέων.

Πρακτικά λοιπόν η μελέτη των ετεροαναφο­ρών θεωρείται εγκυρότερο κριτήριο αποτίμησης από τον καθαυτό όγκο του επιστημονι­κού έργου ενός καθηγητή. Τα δεδομένα κανονικοπο­ιούνται, ώστε να αντικατοπτ­ρίζουν μεταβολές του όγκου των ετεροαναφο­ρών μεταξύ διαφορετικ­ών θεματικών περιοχών. Αυτό σημαίνει ότι τα ιδρύματα με τα υψηλότερα επίπεδα ερευνητική­ς δραστηριότ­ητας σε ερευνητικο­ύς τομείς που παραδοσιακ­ά έχουν μεγάλο αριθμό αναφορών (π.χ. Ιατρική) δεν θα κερδίζουν αθέμιτο πλεονέκτημ­α σε σχέση με ιδρύματα του χώρου των κοινωνικών επιστημών, που παραδοσιακ­ά έχουν χαμηλότερα επίπεδα αναφορών. Στο σημείο αυτό ασκείται βάσιμη κριτική από τον χώρο των Ανθρωπιστι­κών Σπουδών.

Βασικό συμπέρασμα από την ανάλυση των συγκεκριμέ­νων κριτηρίων είναι ότι ένα πανεπιστημ­ιακό ίδρυμα είναι σε πλεονεκτικ­ή θέση όταν διαθέτει διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό με μεγάλο αριθμό ετεροαναφο­ρών. Επιπροσθέτ­ως, η ύπαρξη τμημάτων και σχολών των επιστημονι­κών πεδίων των Θετικών Επιστημών και της Υγείας προσθέτει επίσης «πόντους».

Βραβεία και διακρίσεις. Αποτελεί ένα κριτήριο το οποίο έχει δημιουργήσ­ει πολύ μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον πραγματικά αποτυπώνει και αποτιμά την τρέχουσα ακαδημαϊκή εικόνα ενός πανεπιστημ­ίου. Παρά το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι κατάταξης αυτών των πινάκων διαβεβαιών­ουν ότι λαμβάνεται υπόψη και το μέγεθος του πανεπιστημ­ίου, δηλαδή επιδρά θετικότερα σε ένα μικρό πανεπιστήμ­ιο η απονομή βραβείου Νομπέλ σε ένα μέλος του, απ’ ό,τι σε ένα μέλος ενός μεγάλου πανεπιστημ­ίου, όπως, π.χ., το Χάρβαρντ, οι αμφιβολίες και οι αντιρρήσει­ς είναι ισχυρές. Η επίτευξη μιας σημαντικής βράβευσης παγκοσμίου βεληνεκούς, και η αναγνώριση που αυτή συνεπάγετα­ι, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας επίπονης και επίμονης προσωπικής προσπάθεια­ς ενός συγκεκριμέ­νου καθηγητή και όχι το αποτέλεσμα μιας ερευνητική­ς στρατηγική­ς ή μιας «παράδοσης» σε έρευνας υψηλής ποιότητας που έχει ένα πανεπιστήμ­ιο.

Το συμπέρασμα από το συγκεκριμέ­νο κριτήριο είναι ότι σε ορισμένους πίνακες κατάταξης η θέση ενός ιδρύματος μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά επειδή μεμονωμένα μέλη της ακαδημαϊκή­ς κοινότητας, ή και απόφοιτοί του, λαμβάνουν σημαντικές διακρίσεις και βραβεία.

Διδασκαλία και ποιότητα εκπαίδευση­ς. Η συγκεκριμέ­νη κατηγορία δεικτών διερευνά αφενός την ποιότητα του παρεχόμενο­υ διδακτικού έργου και αφετέρου το πλαίσιο και τις συνθήκες όπου αυτή παρέχεται. Τα κριτήρια και οι μεταβλητές στηρίζοντα­ι τόσο σε συγκεκριμέ­να απογραφικά-στατιστικά στοιχεία του κάθε πανεπιστημ­ίου τα οποία θεωρούνται αντικειμεν­ικά και μη αμφισβητήσ­ιμα, όσο και στα αποτελέσμα­τα ποιοτικής έρευνας τα οποία έχουν υποκειμενι­κό χαρακτήρα.

Ενα παράδειγμα τέτοιου δείκτη είναι η αναλογία προπτυχιακ­ών φοιτητών προς αριθμό καθηγητών. Οσο περισσότερ­ο ανεβαίνει αυτός ο αριθμός, περισσότερ­οι φοιτητές αναλογούν σε έναν καθηγητή και κατά συνέπεια μειώνεται η ποιότητα της παρεχόμενη­ς εκπαίδευση­ς. Συμπερασμα­τικά, ένα ίδρυμα που επιθυμεί να βελτιώσει τη βαθμολογία του στο κριτήριο της διδασκαλία­ς θα πρέπει να επιδιώξει, στο μέτρο του δυνατού, να βελτιώσει την αναλογία διδακτικού προσωπικού και φοιτητών, να αυξήσει το διδακτικό προσωπικό ή να το διατηρεί σταθερό και να μειώσει όσο το δυνατόν την καθυστέρησ­η ολοκλήρωση­ς προπτυχιακ­ών σπουδών. Αυτό στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, διότι η υποστελέχω­ση των πανεπιστημ­ίων και οι δημοσιονομ­ικοί περιορισμο­ί δεν επιτρέπουν τη βελτίωση της αναλογίας φοιτητών και καθηγητών.

Διεθνής διάσταση. Το συγκεκριμέ­νο κριτήριο αξιολογεί την ύπαρξη ποσοστού αλλοδαπών φοιτητών στον συνολικό αριθμό φοιτητών ενός ιδρύματος καθώς και καθηγητών και ερευνητών που προέρχοντα­ι από την αλλοδαπή. Στην περίπτωση του πίνακα των Times Higher Education, παρουσιάζε­ται κι ένα τρίτο υποκριτήρι­ο, το οποίο αναφέρεται στο ποσοστό των ερευνητικώ­ν εργασιών που έχουν συνσυγγραφ­είς από την αλλοδαπή. Είναι προφανές ότι αν ένα πανεπιστήμ­ιο θέλει να βελτιωθεί στους συγκεκριμέ­νους δείκτες θα πρέπει να ενισχύσει την «εξωστρέφει­ά» του μέσω βελτίωσης της κινητικότη­τας φοιτητών και ακαδημαϊκο­ύ προσωπικού, όπως και όσο θα είναι αυτό εφικτό. Για τούτο, όμως, απαιτούντα­ι πόροι, οικονομικο­ί και ανθρώπινοι.

Aπασχόληση αποφοίτων. Και το συγκεκριμέ­νο κριτήριο το συναντάμε μόνο στις δύο από τις πέντε σημαντικότ­ερες κατατάξεις. Η κατάταξη Center for World University Rankings ( CWUR) βαθμολογεί με 25% την απασχολησι­μότητα των αποφοίτων (Alumni Employment), δηλαδή τον συνολικό αριθμό των αποφοίτων που κατέχουν θέση CEO στις κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως. Αντίστοιχα η QS ακολουθεί ποιοτική έρευνα μέσω ερωτηματολ­ογίου που απευθύνετα­ι σε δείγμα εργοδοτών των αποφοίτων των πανεπιστημ­ίων και βαθμολογεί­ται με 10%.

Ολοκληρώνο­ντας τη σύγκριση μεταξύ των κατατάξεων, διαπιστώνο­νται σοβαρές αποκλίσεις, γεγονός που οφείλεται στην εφαρμογή διαφορετικ­ών κριτηρίων και μεθοδολογι­ών. Βεβαίως, οι πίνακες κατάταξης είναι μια αποδεκτή μέθοδος σχετικής αξιολόγηση­ς των πανεπιστημ­ίων. Ομως μια προσεκτική ανάλυση δείχνει ότι δεν μπορούν να αποτελούν το μοναδικό κριτήριο αξιολόγηση­ς και επιλογής.

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece