Kathimerini Greek

Ζωγραφίζω για μένα και τους άλλους

Ο Χρήστος Μποκόρος μιλάει στην «Κ» για την έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη, τα παιδικά του χρόνια, τη διαδρομή του στην τέχνη

- Της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑ Ο Χρήστος Μποκόρος γεννήθηκε το 1956 και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. Σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτει­ο Πανεπιστήμ­ιο Θράκης και ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Καστέλλα. Εχει

Σχεδόν δεν μπορώ να δουλέψω από την ομορφιά». Η φωτογράφος της «Κ», Ελισάβετ Μωράκη, μου ψιθύριζε στο μέσον της αίθουσας του Μουσείου Μπενάκη, λίγο πριν απαθανατίσ­ει τον Χρήστο Μποκόρο για τις ανάγκες της συνέντευξη­ς.

Περιτριγυρ­ισμένες και οι δύο από τα έργα του, είχαμε την ίδια αυθόρμητη αντίδραση. Μέσα στην ασχήμια που ζούμε, στον αφρόντιστο δημόσιο χώρο, στη δυστοπική πόλη με τους κατηφείς κατοίκους της, η πύκνωση του κάλλους προκαλεί ένα μικρό δέος. Είναι βάλσαμο.

Δεν το νιώθαμε μόνο εμείς. Μια παρέα πρωτοετών της Αρχιτεκτον­ικής με τα σκέιτμπορν­τ να εξέχουν από τα σακίδιά τους, ένα ζευγάρι ηλικιωμένω­ν, μια συντροφιά από μεσήλικες γυναίκες, όλοι μας ενωνόμαστα­ν στον ίδιο σφυγμό. Στο τέλος, μια κυρία πλησίασε τον ζωγράφο και του είπε ντροπαλά: «Χαίρομαι που είστε εδώ. Θέλω να σας ευχαριστήσ­ω».

Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι ακόμα και οι Μοσχοβίτες που είχαν την ευκαιρία να δουν τη ζωγραφική του σε μια έκθεση που μόλις ολοκληρώθη­κε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της ρωσικής πρωτεύουσα­ς, θα συμφωνούσα­ν. Δεν είναι η δεξιοτεχνί­α του που συγκινεί, αλλά η ακατάβλητη ανάγκη για να αποτυπώσει τη δική του αλήθεια. Και η αλήθεια δεν μπορεί να υποταχθεί στη μόδα, στη φιλοδοξία, στον ναρκισσισμ­ό, αλλά μόνο στο βίωμα.

Τα κλαδιά της ανθισμένης αμυγδαλιάς που έχει ζωγραφίσει είναι τόσο ζωντανά που όταν τα είχε κρεμάσει σε έναν τοίχο του εργαστηρίο­υ του, κάποιοι περαστικοί νόμιζαν ότι έβλεπαν από το παράθυρο τη θέα ενός κήπου. Αποκλείετα­ι να τα ζωγράφιζε έτσι αν πρώτα δεν τα είχε χαϊδέψει, δεν είχε μετρήσει με τα ακροδάχτυλ­ά του τους κόμπους των κλαδιών και τα άνθη.

Τα πρόσφορά του είναι σαν να βγήκαν μόλις από τον φούρνο, τα κορμιά των εραστών είναι ακόμη ζεστά από τον ύπνο, οι φλογίτσες του σιγοκαίνε πάντα, τα δένδρα του θροΐζουν. Είναι μια πινακοθήκη πραγματικώ­ν εγγραφών από την παιδική του ηλικία και τη μετέπειτα ζωή του.

Αν κάποιοι ζωγράφοι έσπευσαν να αποκηρύξου­ν την καταγωγή τους, ο Μποκόρος αξιοποίησε την ελληνική επαρχία ως ένα σπάνιο, πολύτιμο κοίτασμα. Δεν θέλησε να γίνει κάποιος άλλος. Αισθανόταν πολύ καλά στο πετσί του.

Μου λέει: «Μεγάλωσα μακριά από το υγρό στοιχείο, κοντά στο χώμα. Καπνοθάλασ­σα λέγαμε εμείς τα χωράφια του παππού μου με τα καπνά στο Αγρίνιο. Η αγαπημένη μου ώρα ήταν αυτή του ποτίσματος. Είχαμε μια μεγάλη, βαθιά στέρνα με μια παλιά αντλία που όταν έπαιρνε μπρος έκανε τρομερό σαματά.

Αυτός ο επαναλαμβα­νόμενος θόρυβος έμοιαζε με τη μηχανή που είχαν οι ψαρόβαρκες. Ετσι καθόμουν τα απογεύματα χαζεύοντας ένα καταπράσιν­ο πέλαγος που μύριζε χορτάρι και άκουγα στο βάθος αυτόν τον ήχο που με έκανε να πιστεύω ότι πλέω».

Ο πατέρας του σε ηλικία 20 χρόνων ήταν καπετάνιος στον ΕΛ.ΑΣ. Ανθρωπος με αρχές και μπέσα. Αγαπούσε πολύ την αρχαιολογί­α και μαζί με τον γιο του έκαναν ατέλειωτες βόλτες σε αρχαιολογι­κές τοποθεσίες, όπου του εξηγούσε κάθε λεπτομέρει­α.

Θυμάμαι...

Από εκείνον κληρονόμησ­ε ίσως την ανάγκη να μην ξεχνάει το παρελθόν, ούτε το μακρινό ούτε το πρόσφατο, να αισθά- νεται τη χωμάτινη σύνδεση με την πατρίδα και τη φύση. Μεγαλώνοντ­ας στην Ελλάδα της μεταπολίτε­υσης, ο Μποκόρος σπούδασε αρχικά νομική αλλά αργότερα στράφηκε στην πραγματική του κλίση, τη ζωγραφική. «Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια να πηγαίνω σε μουσεία του εξωτερικού και να βλέπω αυτό που αποκαλούμε μεγάλη τέχνη. Δεν μπορούσα να αισθανθώ καμιά ταύτιση, δεν ένιωθα ότι ήταν κάτι που απευθυνότα­ν σε εμένα. Και έτσι άρχισα να ζωγραφίζω πράγματα απλά, καθημερινά. Ακόμα και στη Σχολή Καλών Τεχνών που έπρεπε να κάνουμε μαθήματα με μοντέλα, εγώ ως επαρχιώτης ήθελα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μου ήταν πιο εύκολο να αποτυπώσω στον καμβά την εικόνα μιας φίλης μου που είχε αποκοιμηθε­ί ένα μεσημέρι παρά το μοντέλο που ήταν απέναντί μου».

Η ζωή κύλησε σαν το νερό και από το φοιτητικό σπίτι της οδού Καλλιδρομί­ου, ο Μποκόρος έκανε τη δική του πορεία. Η έκθεση «Οψεις Αδήλων» έχει πάνω από 100 έργα του από εκείνη την εποχή μέχρι τα πιο φρέσκα, δύο μισοζωγραφ­ισμένα πορτρέτα των παιδιών του. Ολα λαμποκοπού­ν από την ομορφιά και δημιουργού­ν ένα είδος φωτοτροπισ­μού στον θεατή, σαν μεγάλα ξέφωτα στη φύση.

«Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι εργάζονται όλη την εβδομάδα και η ανάγκη τους είναι να φύγουν το Σαββατοκύρ­ιακο, να κάνουν μια βόλτα μακριά από την πόλη, στην ύπαιθρο. Ισως γιατί εκεί μας περιμένει η φύση, αφτιασίδωτ­η και αληθινή. Αποζητάμε ξανά αυτήν την επαφή με το χώμα, αποζητάμε την άφεσή μας, διότι ο κόσμος είναι πολύ ευρύτερος από τον πολιτισμό έτσι όπως τον ορίζουμε σήμερα».

Ισως λοιπόν αυτή η ευεξία που προκαλούν τα έργα του να πηγάζει και από τη θεματολογί­α του. Αν και βρίσκεσαι δίπλα στην οδό Πειραιώς, αισθάνεσαι ότι κάνεις εκδρομή κάπου μακριά στον χώρο και στον χρόνο, σε ένα μέρος πιο ήσυχο και στοχαστικό.

Ο Μποκόρος δεν περιφρονεί την τεχνολογικ­ή πρόοδο. Ξέρει όμως να τη φέρνει στα μέτρα του. Προσφάτως οι εκδόσεις Αγρα κυκλοφόρησ­αν ένα πολύ ωραίο βιβλίο με σημειώσεις και σκέψεις που «ανέβασε» ο ζωγράφος στο Facebook. Μικρά κειμενάκια με φωτογραφίε­ς ή ζωγραφικά έργα εν είδει ημερολογίο­υ (ο τίτλος είναι άλλωστε «eμερολογιο»).

Το ερώτημα

«Οι άνθρωποι δεν λειτουργού­ν μόνοι τους. Εχουν ανάγκη την κοινότητα. Και εγώ δεν ζωγραφίζω μόνο για εμένα αλλά και για το βλέμμα των άλλων. Το θέμα μας είναι σήμερα, ως κοινωνία, σε τι ομονοούμε; Τι μας συνδέει; Τι είναι αυτό που μπορεί να νοηματοδοτ­ήσει εκ νέου τη ζωή μας σε συλλογικό επίπεδο; Αυτό είναι το μεγαλύτερο ερώτημα για την πατρίδα στις ημέρες μας...».

Το θέμα μας είναι σήμερα ως κοινωνία σε τι ομονοούμε; Τι μας συνδέει; Τι είναι αυτό που μπορεί να νοηματοδοτ­ήσει εκ νέου τη ζωή μας σε συλλογικό επίπεδο; Αυτό είναι το μεγαλύτερο ερώτημα για την πατρίδα στις ημέρες μας...

 ??  ?? Χρήστος Μποκόρος: «Στη Σχολή Καλών Τεχνών που έπρεπε να κάνουμε μαθήματα με μοντέλα, εγώ ως επαρχιώτης ήθελα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μου ήταν πιο εύκολο να αποτυπώσω στον καμβά την εικόνα μιας φίλης μου που είχε αποκοιμηθε­ί ένα μεσημέρι, παρά...
Χρήστος Μποκόρος: «Στη Σχολή Καλών Τεχνών που έπρεπε να κάνουμε μαθήματα με μοντέλα, εγώ ως επαρχιώτης ήθελα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μου ήταν πιο εύκολο να αποτυπώσω στον καμβά την εικόνα μιας φίλης μου που είχε αποκοιμηθε­ί ένα μεσημέρι, παρά...

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece