Εισφορές, φόροι αλλάζουν την αγορά εργασίας
Μεγάλες επιβαρύνσεις οδηγούν εργοδότες σε διάφορες «λύσεις», οι οποίες κινούνται στα όρια του νόμου
Οι καταγγελίες της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων για παράνομες πληρωμές εργαζομένων με… κουπόνια αντί χρημάτων, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Η εκτόξευση του κόστους απασχόλησης λόγω αύξησης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών φέρνει τα πάνω-κάτω στις σχέσεις εργαζόμενου-εργοδότη. Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν το «μη μισθολογικό κόστος» –δηλαδή το ποσό που καταλήγει στο κράτος υπό μορφή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών– οι εργοδότες καταφεύγουν ήδη σε διάφορες «λύσεις», οι οποίες κινούνται στα όρια του νόμου ή και πέρα από αυτά: • Μισθωτοί καλούνται με ατομικές συμβάσεις να μειώσουν τον «φανερό» μισθό τους στο ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο που προβλέπει ο νόμος (586 ευρώ) και να εισπράξουν τα υπόλοιπα… κάτω από το τραπέζι. • Συμβάσεις πλήρους απασχόλησης μετατρέπονται –στα χαρτιά– σε μερικής με τη διαφορά –εφόσον υπάρχει– να καταβάλλεται στον εργαζόμενο επίσης με «μαύρα». • Η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το «εισόδημα» για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες άνοιξε μια ακόμη «κερκόπορτα» στο σύστημα: η απασχόληση με «μπλοκάκι» είναι φθηνότερη για τον εργοδότη συγκριτικά με την υπογραφή σύμβασης αορίστου χρόνου, καθώς στη μία περίπτωση οι ασφαλιστικές εισφορές ξεπερνούν το 41%, ενώ στη δεύτερη μπορούν να περιοριστούν ακόμη και κάτω από το 27%. • Η πραγματοποίηση «εικονικών» προσλήψεων με μοναδικό στόχο τη μείωση τόσο των φορολογητέων κερδών όσο και των ασφαλιστικών εισφορών.
Η μαζική εφαρμογή τέτοιων πρακτικών θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, καθώς ενώ η ανεργία θα εμφανίζεται να μειώνεται –κυρίως μέσω της δημιουργίας θέσεων μερικής απασχόλησης ή εικονικών προσλήψεων– δεν θα καταγράφεται η ανάλογη αύξηση στα κρατικά ταμεία από ασφαλιστικές εισφορές. Αυτό που έχει σημασία για το ασφαλιστικό σύστημα και τη βιωσιμότητά του δεν είναι μόνο ο αριθμός των απασχολουμένων και των ανέργων αλλά και οι αμοιβές για τις οποίες ασφα- λίζονται οι απασχολούμενοι. Ηδη τα στοιχεία δείχνουν συνεχή μείωση του μέσου όρου των αποδοχών, φαινόμενο που αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο χρονικό διάστημα κυρίως λόγω του ότι η μερική απασχόληση καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά εργασίας.
Τα συνεχιζόμενα προβλήματα ρευστότητας ωθούν τις επιχειρήσεις στο να αναζητούν συνεχώς τρόπους μείωσης των «ανελαστικών δαπανών» και κυρίως των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, η μη έγκυρη καταβολή των οποίων οδηγεί και στη στέρηση της φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Με αυτό το δεδομένο, περιπτώσεις όπως αυτές που περιγράφονται στη συνέχεια, εφαρμόζονται ολοένα και περισσότερο στην αγορά: • Για να αμειφθεί ένας εργαζόμενος με 1.000 ευρώ τον μήνα καθαρά και να εμφανίσει όλο το ποσό στη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει 1.655 ευρώ τον μήνα 23.170 ευρώ σε ετήσια βάση. Από αυτό το ποσό, τα 14.000 ευρώ εισπράττει ο εργαζόμενος και τα υπόλοιπα 9.170 ευρώ τον μήνα αποδίδονται από τον εργοδότη στο κράτος ως φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Αν ο ίδιος εργαζόμενος υπογράψει την ατομική σύμβαση και δεχτεί να αμείβεται φανερά με 492 ευρώ (είναι τα καθαρά που αντιστοιχούν στον βασικό μισθό των 586 ευρώ μεικτά) τότε το ετήσιο κόστος για τον εργοδότη θα περιοριστεί από τα 23.170 ευρώ στα 10.255 ευρώ, ενώ ο εργαζόμενος θα παίρνει στα χέρια του 6.888 ευρώ. Προφανώς ο εργοδότης που εξοικονομεί περίπου 13.000 ευρώ, έχει κάθε περιθώριο όχι μόνο να αναπληρώσει το χαμένο εισόδημα του εργαζόμενου με «μαύρα» (σ.σ. υπολείπονται περίπου 7.000 ευρώ λόγω της μείωσης των αποδοχών στη σύμβαση), αλλά και να «μοιραστεί» μαζί του το «κέρδος» που προ- κύπτει από τη συμπίεση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στον μισθό των 1.000 ευρώ καθαρά, η ετήσια δαπάνη για φόρους και εισφορές είναι 9.170 ευρώ, με τον καθαρό μισθό των 492 ευρώ, το ποσό πέφτει στα 3.367 ευρώ. • Οι προσλήψεις «μαϊμού» είναι άλλη μια μέθοδος που κερδίζει έδαφος. Ανεργοι –συνήθως συγγενικά πρόσωπα– εμφανίζονται στις μισθολογικές καταστάσεις προσωπικών ή ατομικών εταιρειών συνήθως ως μερικώς απασχολούμενοι. Το πραγματικό κόστος για την επιχείρηση είναι μόνο η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών. Για μια συνηθισμένη σύμβαση μερικής απασχόλησης, το κόστος ανέρχεται περίπου στα 160 ευρώ τον μήνα. Ενώ όμως ο εργοδότης επιβαρύνεται στην πράξη με 2.240 ευρώ τον χρόνο, εγγράφει στα βιβλία του ως δαπάνη το ποσό των 7.000 ευρώ και γλιτώνει ακόμη και πάνω από 4.000 ευρώ σε φόρους της επιχείρησης αλλά και ασφαλιστικές εισφορές, δεδομένου ότι το άθροισμα των κρατήσεων για φόρο, εισφορά αλληλεγγύης και ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχεί πλέον ακόμη και στο 60% επί των κερδών.
Πληρωμές με κουπόνια, εικονικές προσλήψεις, αλλαγές συμβάσεων και μέρος του μισθού με «μαύρα» λόγω εκτόξευσης ασφαλιστικού και φορολογικού κόστους.