Αυξάνεται η μερική απασχόληση, μειώνονται οι μισθοί
Οι εργαζόμενοι που συμβιβάζονται με αιτήματα των εργοδοτών για μείωση των ονομαστικών τους αποδοχών ή για μετατροπή των συμβάσεων από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, ή ακόμη και για συνέχιση της συνεργασίας με «μπλοκάκια» είναι δεδομένο ότι απεμπολούν δικαιώματα: όσο χαμηλότερες είναι οι αμοιβές που δηλώνονται τόσο μικρότερη θα είναι και η σύνταξη που θα προκύψει στο μέλλον, καθώς βάσει του νέου τρόπου υπολογισμού, λαμβάνονται υπόψη όλες οι αποδοχές για το σύνολο του εργασιακού βίου. Με τη μερική απασχόληση εξασφαλίζονται λιγότερα ένσημα, ενώ η απασχόληση με μπλοκάκι στερεί από τον εργαζόμενο δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης κ.λπ. Από την άλλη, πολλά από τα πλεονεκτήματα του να διατηρήσει ένας εργαζόμενος μια θέση πλήρους απασχόλησης έχουν ατονήσει, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να είναι πιο επιρρεπής στην υποχώρηση, ειδικά αν βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα «ή δέχεσαι ή απολύεσαι».
Το ίδιο το νέο ασφαλιστικό λειτουργεί αποτρεπτικά για κάποιον ο οποίος θέλει να εμφανίσει υψηλές αποδοχές για να εξασφαλίσει μια καλύτερη σύνταξη. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο εργαζόμενος που θα αμείβεται για 20 χρόνια με μισθό αντίστοιχο του σημερινού βασικού (δηλαδή 586 ευρώ) θα εισπράξει καθαρή σύνταξη της τάξεως των 445 ευρώ. Αντίθετα, ο εργαζόμενος που θα ασφαλίζεται για αποδοχές 1.000 ευρώ για 20 χρόνια, θα εισπράξει σύνταξη 505 ευρώ. Δηλαδή, ο εργαζόμενος που για 20 χρόνια θα πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές (επιβαρύνοντας με ανάλογες εργοδοτικές εισφορές και τον εργοδότη του) επί ενός διπλάσιου μισθού, θα εισπράξει μια σύνταξη η οποία θα είναι μόλις 13,5% μεγαλύτερη (σ.σ. το ποσοστό μεταφράζεται σε μόλις 55 ευρώ).
Οσον αφορά τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης –βάσει των οποίων γίνονται οι έξι στις 10 νέες προσλήψεις– εξασφαλίζουν στον εργαζόμενο 22 ένσημα σε μηνιαία βάση αντί για 25 ένσημα που αντιστοιχούν σε μια σύμβαση πλήρους απασχόλησης. Ουσιαστικά, ο μερικώς απασχολούμενος χάνει περίπου έναν χρόνο συντάξιμο στη 10ετία. Σε επίπεδο σύνταξης, αυτός ο ένας επιπλέον χρόνος ανά δε- καετία, δεν έχει πρακτικά κανένα οικονομικό αντίκρισμα. Με 20 χρόνια προϋπηρεσία και συντάξιμες αποδοχές των 1.000 ευρώ, η σύνταξη βγαίνει στα 505 ευρώ. Με 22 χρόνια ανεβαίνει απλώς στα 521 ευρώ.
Το χαμηλότερο κόστος για τον εργοδότη αλλά και οι περιορισμένες απώλειες για τον εργαζόμενο (ειδικά αν του προσφέρεται και συμπλήρωμα αποδοχών με «μαύρα») είναι και οι βα- σικοί λόγοι για τους οποίους παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση στις προσλήψεις με μερική απασχόληση. Τα στατιστικά στοιχεία που έχουν προκύψει από την επεξεργασία των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων που υποβάλλονται στο ΙΚΑ δείχνουν ραγδαία αύξηση στον αριθμό των μερικώς απασχολουμένων και ταυτόχρονη μείωση των μέσων αμοιβών. Ετσι, κατά τον μήνα Απρίλιο του 2016 (σ.σ. αυτά είναι και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που δημοσίευσε το ΙΚΑ πριν μετατραπεί σε ΕΦΚΑ) είχαν καταμετρηθεί 558.150 συμβάσεις μερικής απασχόλησης, αριθμός κατά 97% μεγαλύτερος συγκριτικά με τον Ιούλιο του 2010. Στην ίδια περίοδο, ο μισθός των μερικώς απασχολουμένων έχει υποχωρήσει κατά 36%, για να προσγειωθεί από τα 620 ευρώ τον Ιούλιο του 2010, κάτω από τα 400 ευρώ.
Σε πτωτική τροχιά κινείται και ο μέσος μισθός των πλήρως απασχολουμένων. Η μέση μηνιαία αμοιβή για όσους απασχολούνται με 8ωρο έχει υποχωρήσει πλέον κάτω από τα 1.200 ευρώ, ενώ οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης ανέρχονται σε περίπου 1,37 εκατ. ευρώ.
Το νέο ασφαλιστικό λειτουργεί αποτρεπτικά για όποιον θέλει να εμφανίσει υψηλές αποδοχές για να εξασφαλίσει καλύτερη σύνταξη.