Για να βγει η χώρα από το τούνελ
Η ελληνική οικονομία σπάει ρεκόρ – δυστυχώς, αρνητικά. Η ύφεση στην Ελλάδα είναι βαθύτερη, και έχει διαρκέσει περισσότερο από οποιαδήποτε συγκρίσιμη περίπτωση. Μόνο η Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του ’30 είχε παρόμοιο κόστος σε παραγόμενο προϊόν και απασχόληση. Τότε όμως ήταν μία περίοδος παγκόσμιας ύφεσης, με τον προστατευτισμό να περιορίζει το διεθνές εμπόριο.
Σήμερα το διεθνές περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό. Οι στενότεροι οικονομικοί εταίροι της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ έχουν θετικές αναπτυξιακές επιδόσεις εδώ και πάνω από τρία χρόνια. Οι ΗΠΑ ανέκαμψαν ακόμα νωρίτερα. Η παγκόσμια οικονομία δεν σταμάτησε να διογκώνεται, ακόμα το 2009, όταν βίωσε μία βαθιά αλλά βραχυχρόνια ύφεση.
Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης φαίνεται πιο καθαρά αν συγκριθεί με την ασιατική κρίση, ή με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε πρόγραμμα προσαρμογής – όλες περιπτώσεις απότομης διακοπής της εισροής κεφαλαίων που κατέστησαν αναγκαία τη δραστική περιστολή δαπανών. Σε όλες τις συγκρίσιμες περιπτώσεις, η ανάκαμψη ήλθε πολύ ταχύτερα. Γιατί;
Η σύντομη απάντηση μπορεί να δοθεί με μία λέξη: εξαγωγές. Πιο συγκεκριμένα, ο βασικός παράγοντας διαφοροποίησης είναι η απουσία αύξησης των εξαγωγών στην Ελλάδα. Στην Ασία και στις άλλες χώρες της ευρω- παϊκής περιφέρειας (αλλά και στις περισσότερες από τις δεκάδες χώρες που προσέφυγαν στο ΔΝΤ τις τελευταίες δεκαετίες), οι αυξημένες εξαγωγές αποτέλεσαν ζωτικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας, υποκαθιστώντας εν μέρει τη μείωση της ζήτησης από την περικοπή των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φόρων.
Η ασιατική κρίση, για παράδειγμα, προκάλεσε σφοδρή ύφεση στη Ν. Κορέα και την Ταϊλάνδη. Η ύφεση αυτή διήρκεσε πολύ λιγότερο και ήταν πολύ πιο ρηχή από την εμπειρία της Ελλάδας. Στις δύο αυτές χώρες, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι εξαγωγές είχαν συμβολή στην ανάπτυξη της τάξης του 25% του ΑΕΠ – ισοδύναμο με μία ετήσια ώθηση ύψους 5%.
Στις ασιατικές χώρες, φυσικά, η ανάκαμψη μέσω εξαγωγών στηρίχθηκε από την προσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων τους κατέστησαν τις χώρες αυτές πιο ανταγωνιστικές. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να αλλάξουν την ισοτιμία τους. Συνεπώς είναι υποχρεωμένες να υποστούν την πολύ πιο επώδυνη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, ώστε να μειωθούν οι μισθοί και οι τιμές και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους.
Η πιο παρεμφερής περίπτωση με την Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο είναι η Πορτογαλία, που είναι αντίστοιχου μεγέθους και αναπτυξιακού επιπέδου. Αλλά και στην Πορτογαλία παρατηρείται η κλασική πορεία προσαρμογής: ενώ ο δημόσιος τομέας περιόρισε τις δαπάνες του, οι εξαγωγές συνεισέφεραν μία θετική ώθηση στην οικονομία ύψους 9% του ΑΕΠ στα πρώτα πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία δεν υπήρξε αυτή η θετική ώθηση – αντιθέτως, οι εξαγωγές έχουν μειωθεί σε πραγματικούς όρους και έχουν αφαιρέσει 5% από την ανάπτυξη.
Αυτή είναι η πραγματική ελληνική τραγωδία: παρότι οι μισθοί έχουν μειωθεί κατά 25% και τόσοι πολλοί άνθρωποι αναζητούν εργασία, οι εξαγωγές δεν έχουν μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης. Είναι εύκολο να κατηγορηθούν οι ξένοι πιστωτές για την επιβολή μέτρων λιτότητας, αλλά δεν μπορούν να κατηγορηθούν και για την έλλειψη δυναμισμού στον εξαγωγικό τομέα. Μόνο η ελληνική κυβέρνηση, οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να θέσουν τα θεμέλια της εξωστρεφούς ανάπτυξης, που αποτελεί τη μόνη βιώσιμη διέξοδο από τη σημερινή μιζέρια.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία οι εξαγωγές έχουν μειωθεί και έχουν αφαιρέσει 5% από την ανάπτυξη.
* Ο κ. Ντάνιελ Γκρος είναι διευθυντής του Centre for European Policy Studies στις Βρυξέλλες.