Ο παράγων «Τραμπ» και τα πυρηνικά
Η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία συμπίπτει με τον κλονισμό του θεμελιώδους ατλαντικού προσανατολισμού της χώρας σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Μετά την εκλογή Τραμπ, η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να σταματήσουν οι ΗΠΑ να απορροφούν τα εμπορικά της πλεονάσματα, να αποσύρουν τη στήριξη προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να πάψουν να τη στεγάζουν άνευ όρων κάτω από τη νατοϊκή πυρηνική ομπρέλα. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει συντελεστεί, αλλά έχει τεράστιο ενδιαφέρον η αντίδραση κυρίαρχων πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων της χώρας. Με μια εντυπωσιακή ομοβροντία δηλώσεων, τηλεοπτικών εκπομπών και δημοσιευμάτων, επιχειρείται να πάψει να είναι ταμπού το ζήτημα του εξοπλισμού της Γερμανίας με πυρηνικά όπλα. Η συζήτηση συνοψίζεται στο αν η Γερμανία πρέπει να μοιραστεί το πυρηνικό οπλοστάσιο της Γαλλίας ή αν πρέπει να αποκτήσει δικό της. «Le nucleaire ne se partage pas» (τα πυρηνικά δεν μοιράζονται) έγραψε στα γαλλικά ο εκδότης της σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Die Zeit, Γιόζεφ Γιόφε. «Τι θα κερδίσει η Γερμανία εάν επενδύσει τα πλούτη της στην πυρηνική δύναμη αποτροπής κάποιου άλλου; Ισως αποκτήσει λόγο για τους στόχους, αλλά δεν θα έχει το δάχτυλο στη σκανδάλη. Δεν είναι μια επιλογή που υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε». Από τις στήλες της FAZ, o διευθυντής του Φόρουμ Διπλωματικών Μελετών της Αμερικανικής Ακαδημίας του Βερολίνου, Γιαν Τέχαου, διερωτάται «τι πρέπει να κάνει μια χώρα που είναι υποχρεωμένη να συζητήσει το θέμα των δικών της πυρηνικών όπλων;». Τη συζήτηση για την «ανάγκη ευρωπαϊκής πυρηνικής ομπρέλας» άνοιξε το στέλεχος των κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών, Ρόντριχ Κιζεβέτερ. Ισως πρόκειται για τροχιοδεικτικές βολές, ώστε να μετρηθεί η αντίδραση του πανίσχυρου γερμανικού αντιπυρηνικού κινήματος.