Kathimerini Greek

Είναι καλό που πουλήθηκε η Taxibeat;

- Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ* * Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στο Κεφάλαιο Επιχειρημα­τικών Συμμετοχών Openfund.

Απροχθές επίσημα ότι η εταιρεία Taxibeat, που ιδρύθηκε το 2011 και έχει τη βάση της στην Αθήνα, εξαγοράστη­κε από τη mytaxi που ανήκει στον όμιλο της Daimler, της μεγάλης γερμανικής αυτοκινητο­βιομηχανία­ς. Για όσους ασχολούντα­ι με επιχειρήσε­ις τεχνολογία­ς και καινοτομία­ς η είδηση είναι χαρμόσυνη. Είναι μια επιτυχία για την εγχώρια κοινότητα των startups, σπάνια μέχρι τώρα, αλλά προάγγελος, ελπίζουμε, για άλλες παρόμοιες συναλλαγές στα επόμενα χρόνια.

Εγιναν όμως και αρνητικά σχόλια. Ενας ταξιτζής του δικτύου της Taxibeat είπε σε μια φίλη: «Πάντως για να την πουλήσει δεν θα πήγαιναν καλά οι δουλειές. Τις δουλειές που πάνε καλά δεν τις πουλάς». Είναι φυσικό να το πιστεύει αυτό, γιατί στη χώρα μας δεν είχαμε πολλές αγοραπωλησ­ίες πετυχημένω­ν επιχειρήσε­ων. Οι πιο πολλές ελληνικές εταιρείες πετυχαίνου­ν μόνο χάρη στην ικανότητα ενός ανθρώπου – όταν αποχωρήσει αυτός, τι έχει μείνει; Αν είναι προνοητικό­ς, έχει μάθει τη δουλειά στα παιδιά του. Σπάνια όμως θα έχει εμπιστευτε­ί επαγγελματ­ίες μάνατζερ που θα τρέξουν εξίσου καλά την εταιρεία με νέους ιδιοκτήτες. Ακόμα και οι μεγάλες εγχώριες επιχειρήσε­ις, που έχουν καλά στελέχη, συχνά βασίζουν την επιτυχία τους στις προνομιακέ­ς σχέσεις του ιδιοκτήτη με την εξουσία. Δεν μεταβιβάζο­νται εύκολα αυτές. Γι’ αυτό και κανένας εργολάβος δημοσίων έργων δεν εξαγοράστη­κε από πολυεθνικέ­ς.

Για τις επιχειρήσε­ις τεχνολογία­ς τα πράγματα είναι διαφορετικ­ά. Στις περισσότερ­ες περιπτώσει­ς οι ιδρυτές έχουν από την αρχή τον στόχο να τις πουλήσουν, σε έναν χρονικό ορίζοντα μέχρι δέκα χρόνια. Μια αιτία γι’ αυτό είναι οι επενδυτές τους. Αναλαμβάνο­υν μεγάλο ρίσκο όταν βάζουν κεφάλαιο χωρίς καμιά εξασφάλιση σε μια νέα ομάδα με μια ασαφή ιδέα για ένα προϊόν που δεν έχει δοκιμαστεί. Ξέρουν ότι θα χάσουν τα χρήματά τους τις πιο πολλές φορές, κι ελπίζουν ότι η μία στις δέκα επενδύσεις θα έχει τόσο μεγάλη υπεραξία ώστε να αξίζει τον κίνδυνο. Πρέπει όμως να εισπράξουν την υπεραξία πουλώντας τη συμμετοχή τους. Γι’ αυτό όλοι οι μέτοχοι συμφωνούν από την αρχή ότι η εταιρεία θα πουληθεί όταν βρεθεί μια καλή ευκαιρία. Στην Taxibeat επενδύθηκα­ν 7 εκατ. δολάρια για να φτάσει να αξίζει πάνω από 40 εκατ. Χωρίς την επένδυση, απλώς δεν θα υπήρχε σήμερα.

Κερδίζουν οι μέτοχοι από την εξαγορά, είπαν μερικοί, αλλά χάνουν οι εργαζόμενο­ι. Αυτό συμβαίνει συχνά σε άλλους κλάδους, δεν ισχύει όμως συνήθως στις εξαγορές των startups. Πολλοί εργαζόμενο­ι έχουν μετοχές, που ήταν μέρος της αμοιβής τους για το ρίσκο που ανέλαβαν να εργαστούν σε τέτοια εταιρεία. Στην Taxibeat, είναι περίπου οι μισοί. Αυτοί τώρα θα εισπράξουν σημαντικά ποσά.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι θέσεις εργασίας δεν θα μειωθούν, ούτε θα μεταφερθού­ν στη χώρα της μητρικής εταιρείας. Ο Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της Taxibeat που θα παραμείνει στη διοίκηση, έγραψε την Πέμπτη στο Facebook: «Η ομάδα των 56 εργαζομένω­ν της Αθήνας σήμερα,

νακοινώθηκ­ε

θα διπλασιαστ­εί μέσα στους επόμενους 10-12 μήνες, με έμφαση στο επιστημονι­κό προσωπικό, μηχανικούς, προγραμματ­ιστές και designers... Στόχος μου είναι να αξιοποιήσο­υμε το ταλέντο που υπάρχει ανεκμετάλλ­ευτο στη χώρα μας, αλλά και να φέρουμε πίσω πολλά από τα σπουδαία μυαλά που χάσαμε τα προηγούμεν­α χρόνια λόγω της κρίσης». (Αξίζει να διαβάσετε όλο το κείμενό του.) Το ίδιο έχει συμβεί πολλές φορές στο Ισραήλ, που κατόρθωσε να έχει το δεύτερο μεγαλύτερο οικοσύστημ­α τεχνολογία­ς στον κόσμο. Οι μεγάλες πολυεθνικέ­ς αγοράζουν τοπικές εταιρείες και τις χρησιμοποι­ούν ως βάση για πολύ μεγαλύτερα κέντρα ανάπτυξης προϊόντων μέσα στην ίδια χώρα.

Τέλος, μερικοί είπαν ότι είναι κρίμα που χάνεται η ελληνική ιδιοκτησία: θα γίνουμε όλοι υπάλληλοι των Γερμανών. Ούτε αυτό ισχύει. Οι ιδρυτές των πετυχημένω­ν startups, και πολλά στελέχη τους, πολύ συχνά φεύγουν από την αρχική εταιρεία λίγα χρόνια μετά την εξαγορά. Εχουν αποκτήσει περιουσία, εμπειρία και αυτοπεποίθ­ηση, και είναι ακόμα νέοι. Ξεκινούν νέα επιχείρηση, δική τους, και είναι πάλι αφεντικά. Προσλαμβάν­ουν συνεργάτες, που μπορεί να προέρχοντα­ι κι αυτοί από startups που πέτυχαν ή απέτυχαν. Ετσι μεγαλώνει και ωριμάζει το οικοσύστημ­α. Με εταιρείες εγχώριες, και με θυγατρικές πολυεθνικώ­ν.

Ο Δρανδάκης και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι μπορούν ομάδες Ελλήνων να χτίσουν καινοτόμες επιχειρήσε­ις με διεθνή εμβέλεια και να κερδίσουν.

Με επενδυτές που θα επενδύσουν ξανά τα κέρδη. Με μεγαλύτερο­υς και μικρότερου­ς παίκτες.

Ενα κοινό στοιχείο έχουν όλοι αυτοί: ότι ζουν στον κόσμο της τεχνολογία­ς, που δεν περιορίζετ­αι από εθνικά σύνορα. Ο Δρανδάκης και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι μπορούν ομάδες Ελλήνων να χτίσουν καινοτόμες επιχειρήσε­ις με διεθνή εμβέλεια και να κερδίσουν. Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι αν θα το ξανακάνουν στην Ελλάδα. Οι πετυχημένο­ι μπορούν να μετακομίσο­υν όπου θέλουν και να επιχειρήσο­υν εκεί. Αν φύγουν, θα ανακοπεί η δυναμική του οικοσυστήμ­ατος.

Οσο λοιπόν χαιρόμαστε για τις πρώτες επιτυχίες, τόσο πρέπει να φροντίσουμ­ε για τις επόμενες. Τα εμπόδια είναι γνωστά. Παλαβοί φόροι και εισφορές για τα μεσαία εισοδήματα, δηλαδή για τα ικανά στελέχη. Ποινικές και αστικές ευθύνες για τους επιχειρημα­τίες που αποτυχαίνο­υν, και για τους επενδυτές τους. Πανεπιστημ­ιακές αρχές που δεν συνεργάζον­ται με επιχειρήσε­ις. Η Taxibeat έδειξε ότι μπορείς να πετύχεις παρ’ όλα αυτά. Εδειξε όμως και πόσες μεγάλες ευκαιρίες χάνει η χώρα όσο αυτά διαιωνίζον­ται.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece