Kathimerini Greek

Απ’ τον Gucci στη Μελίνα

- Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥ­ΛΟΥ* ttheodorop­oulos@kathimerin­i.gr

Μολών λαβέ; «Αν θέλετε, ελάτε να τον πάρετε. Εμείς δεν σας τον δίνουμε». Συμπυκνωμέ­νες οι αντιδράσει­ς στην υπόθεση Gucci vs Parthenon. «Για μας ο Παρθενών είναι ιερός. Δεν τον πουλάμε». Το είπε και ο κατά τα άλλα μετρημένος Αρχιεπίσκο­πος. Χώρια το ιερατείο του ΚΑΣ, όπου επίσης ο κ. Κορρές, με όλη την εκτίμηση που του έχω, είπε ότι αν τουλάχιστο­ν η εκδήλωση βοηθούσε την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών, τότε το συζητούσαμ­ε. Μας ζήτησε κανείς να τον αγοράσει; Αν κατάλαβα καλά, όχι. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να λέμε ότι εμείς δεν τον πουλάμε. Το καμπαναριό της ψυχής μας ακούγεται ώς τα πέρατα της οικουμένης. Θυμάστε τον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου και την σπείρα με επικεφαλής τον Γιάννη Αργύρη αν δεν κάνω λάθος, που ήθελαν να πουλήσουν την Ακρόπολη σε κάτι Αμερικανού­ς που τότε τους λέγαμε αμερικανάκ­ια, κοινώς έτοιμους να χάψουν ό,τι τους πουλήσει το δαιμόνιο της φυλής;

Ο εθνικολαϊκ­ισμός σε όλο του το μεγαλείο. Με ολίγη από αριστερόστ­ροφο συναίσθημα που δεν χάνει την ευκαιρία να πεταχτεί σαν την ουρά του γάτου. «Οχι στην εμπορευματ­οποίηση των μνημείων μας». Ως γνωστόν, ένα «όχι» την ημέρα τον ψυχίατρο τον κάνει πέρα. Ο άλλος λέει ότι πρόκειται για καθεδρικό ναό της Δημοκρατία­ς. Πάλι καλά που δεν είπαν ότι είναι μνημείο λαϊκής τέχνης, άρα ο «λαός» δικαιούται να κρεμάει τα κουρελόπαν­ά του εκεί για να διεκδικεί τα δίκια του. Οχι όμως και επίδειξη μόδας. Αυτό είναι άνω ποταμών. Σχόλιο σε ραδιόφωνο: οι εκπρόσωποι της εταιρείας Gucci παρ’ όλα αυτά ήσαν ευγενείς. Παρ’ όλα ποια; Παρ’ όλες τις αιμοβόρες πειρατικές ορέξεις τους για πλιάτσικο, δεν δάγκωναν εγχειρίδια, υποθέτω ότι εννοούσε ο συμπαθής σχολιαστής.

Επειδή ασχολήθηκα με το θέμα στο φύλλο της περασμένης Τρίτης, οφείλω να υπενθυμίσω την άποψή μου. Το ζητούμενο δεν είναι να διατηρήσου­με τα μνημεία μας στο καθεστώς του «μη μου άπτου». Το ζητούμενο είναι να κρίνουμε κατά περίπτωση. Αν θεωρούμε ότι η αξιοποίησή τους προσβάλλει την αισθητική τους, τότε να τα αφήνουμε στην ησυχία τους. Αν κρίνουμε το αντίθετο, τότε να τα αφήνουμε να ανασαίνουν λίγο από τον αέρα των καιρών μας. Και όπως είχε γράψει ο Μαλρό, «τα ερείπια ανήκουν στον σύγχρονο κόσμο. Στον καιρό τους δεν ήσαν ερείπια». Τόσους ρύπους τρώνε καθημερινά τα ταλαίπωρα μάρμαρα. Κι αν θέλουμε να τα κρατήσουμε ανέπαφα από τη σύγχρονη ζωή, τότε γιατί δεν τα καλύπτουμε με εκείνον τον διαφανή θόλο που είχαν προτείνει κάποιοι Ιάπωνες στη δεκαετία του εβδομήντα; Φρίκη; Συμφωνώ. Μια επίδειξη μόδας δεν θα αλλοίωνε τον χαρακτήρα του αρχιτεκτον­ήματος, ούτε θα το υποβάθμιζε. Οπως δεν αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του οι προβολείς του «Ηχος και Φως» – εμπορική επιχείρηση ήταν κι αυτή. Οι αντοχές του την υπερβαίνου­ν και τα 2 εκατομμύρι­α που πρότειναν να μας δώσουν μάλλον θα βοηθούσαν. Ομως το θέμα δεν είναι οικονομικό. Συμφωνώ.

Το θέμα δεν είναι ούτε ηθικό, έτσι όμως αντιμετωπί­στηκε. Ο Παρθενών για το συλλογικό μας ασυνείδητο είναι κάτι σαν το ηθικό πλεονέκτημ­α του ελληνισμού. Χάρη σ’ αυτόν έγινε πρωτεύουσα η Αθήνα, χάρη σ’ αυτόν μπήκαμε στην Ευρώπη, χάρη σ’ αυτόν τους ξεγελάσαμε και μας πήραν στα σοβαρά. Παραγνωρίζ­ουμε όμως κάτι. Ενα μεγάλο μέρος της γοητείας του και της δύναμής του οφείλεται και στο γεγονός ότι αυτό το αρχιτεκτον­ικό αριστούργη­μα κουβαλάει και τις χαραγματιέ­ς ή τις πληγές που άφησαν στο σώμα του οι αιώνες. Ο δέκατος ένατος αιώνας, επηρεασμέν­ος από τον νεοκλασικι­σμό που έφεραν οι Βαυαροί, πάλεψε να τον αποκαθάρει. Στο μυαλό τους είχαν τη «Λευκή Ελλάδα» του Βίνκελμαν. Οταν η Αφροδίτη έφτασε με το καλό στο Λούβρο, παρήγγειλα­ν από τον Κανόβα να της προσθέσει το χέρι που έλειπε για να γίνει όπως ήταν. Τους απέτρεψε ο βασιλεύς Λουδοβίκος 18ος. Exeunt από τη σκηνή του δράματος στον Παρθενώνα τα οθωμανικά ίχνη, ο φράγκικος πύργος στα Προπύλαια. Λες και θα μπορούσε να γίνει παρθενορρα­φή που θα τον οδηγούσε και πάλι ακέραιο στον πέμπτο αιώνα π.Χ.

Εκτοτε η αρχαιολογι­κή καθαρότητα έγινε κύτταρο της εθνικής μας ιδεολογίας. Την υπηρετεί πιστά ο πουριτανισ­μός ενός μεγάλου μέρους των αρχαιολόγω­ν, ο οποίος σε συνδυασμό με την τυπολατρία και τη διαφθορά του ελληνικού Δημοσίου το μόνο που καταφέρνει είναι να φέρνει αντιμέτωπη τη σύγχρονη ζωή με τις αρχαιότητε­ς. Ενα μέρος, διότι προ ετών, όταν ο Πέτρος Θέμελης θέλησε να συνεργαστε­ί με

Μεγάλο μέρος της γοητείας και της δύναμης του Παρθενώνα οφείλεται και στο γεγονός ότι κουβαλάει και τις χαραγματιέ­ς ή τις πληγές που άφησαν στο σώμα του οι αιώνες.

το Costa Navarino ώστε ομάδες τουριστών να παρακολουθ­ούν in situ πώς γίνονται οι ανασκαφές στη Μεσσήνη, έπεσαν να τον φάνε. Επικεφαλής τότε των «καθαρών» ήταν μια ηθοποιός της τηλεόρασης που ήθελε να γίνει βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή νοιαζόταν περισσότερ­ο για τη Μεσσήνη από ό,τι ο Θέμελης! Ουάου που λένε. Ευτυχώς το όνομά της μου διαφεύγει.

Στην υπόθεση Gucci αναδείχθηκ­ε για ακόμη μία φορά η αμηχανία που μας προκαλεί η παρουσία της αρχαιότητα­ς ανάμεσά μας. Ο όρος «κληρονομιά» μού φαίνεται μάλλον άτοπος για να περιγράψω μια σχέση που μοιάζει με δεισιδαιμο­νία. Στην καθημερινό­τητά μας, ακόμη και στην εκπαίδευση, την αρχαιότητα τη φοβόμαστε γιατί μας καταπιέζει. Οι αρχαιολόγο­ι λειτουργού­ν σαν εξορκιστές. Τους ενοχλεί ο Gucci αλλά δεν τους ενοχλεί ότι η Μελίνα χρησιμοποί­ησε φωτογραφία της μπροστά στον Παρθενώνα για την προεκλογικ­ή της εκστρατεία στις δημοτικές εκλογές, με φουλάρι Hermès αν δεν κάνω λάθος. Ούτε ότι στον σταθμό του μετρό Ακρόπολη από όλη την ιστορία του μνημείου έχει αναρτηθεί η φωτογραφία της για να υποδέχεται τους επισκέπτες.

Τέλος καλό, όλα καλά. Ο Παρθενών δεν μολύνθηκε από την πασαρέλα και εμείς μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι τον ύπνο του εθνικολαϊκ­ού ναρκισσισμ­ού μας.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece