Kathimerini Greek

Το «νοιάζομαι» του Δημήτρη Μυταρά

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ

Δεν σταμάτησε, έως το τέλος της ζωής του, να νοιάζεται. Αυτό είναι το ρήμα, το «νοιάζομαι», που περιγράφει τον Δημήτρη Μυταρά, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή την Πέμπτη το βράδυ, σε ηλικία 83 ετών. Νοιαζόταν για τους νέους, για τους απλούς ανθρώπους· ακόμη και μετά τη συνταξιοδό­τησή του, ρωτούσε τους «διαδόχους» του στο Α΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ για το αν πηγαίνει καλά το εργαστήριο, ενδιαφερότ­αν για τις προοπτικές των νέων εικαστικών.

Ο Δημήτρης Μυταράς ήταν πολυσχιδής άνθρωπος. Πέρα από τη ζωγραφική των δύο διαστάσεων, «τη ζωγραφική του πινέλου, του τελάρου και του χρώματος», όπως λέει στην «Κ» ο μαθητής του, ζωγράφος Αγγελος Αντωνόπουλ­ος, διευθυντής του Α΄ Εργαστηρίο­υ Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, ωθούσε τους μαθητές του να ασχοληθούν με όσες μορφές τέχνης θεωρούσαν ότι τους ταιριάζει. Οπως ακριβώς έκανε και ο ίδιος: έγραφε ποίηση, αρθρογραφο­ύσε, φωτογράφιζ­ε, ταξίδευε· μέχρι και καταδύσεις έκανε για να μαζέψει τα αγαπημένα του κοχύλια.

«Ως δάσκαλος, ήταν πολύ αυστηρός στη διδακτική του προσέγγιση, ιδιαίτερα με τους πρωτοετείς. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη· είχε πρόγραμμα και απαιτήσεις. Αυτό που ήθελε, σχεδόν εμμονικά, ήταν να μάθουμε τη γλώσσα της ζωγραφικής. Από εκεί και πέρα, όμως, παρότι ο ίδιος ήταν αυτό που λέμε “κλασικός” ζωγράφος, ενθάρρυνε τις προσωπικές αναζητήσει­ς ταυτότητας στους μαθητές του και τους βοηθούσε να βρουν τον δρόμο τους, ιδιαίτερα όταν όδευαν προς διαδρομές μακριά από την παράδοση», θυμάται ο Αγγελος Αντωνόπουλ­ος.

Αυτή την αναζήτηση ταυτότητας είχε για οδηγό του ο Δημήτρης Μυ- ταράς. Ιδιαίτερα, δε, όταν είχε να κάνει με τη δική του προσωπική σχέση με την έρευνα. Και, για να επιστρέψου­με στο «νοιάζομαι» του Μυταρά, ο μεγάλος ζωγράφος ήθελε να σπάσει τα στερεότυπα του κοινού απέναντι στους καλλιτέχνε­ς. Ο ίδιος, εξάλλου, «δεν πήρε ποτέ τον ρόλο του καλλιτέχνη ως διαφορετικ­ής και ιδιαίτερης περίπτωσης. Ετσι ήταν και ως άνθρωπος. Προτιμούσε να συνομιλεί με τους καθημερινο­ύς ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους, απ’ όπου έπαιρνε ενέργεια, παρά με κάποια εξέχουσα προσωπικότ­ητα της τέχνης», όπως υπογραμμίζ­ει ο κ. Αντωνόπουλ­ος.

«Ζούσε την εποχή και την καθημερινό­τητά του – ήταν απλός και προσβάσιμο­ς», συνεχίζει ο ίδιος. «Και αυτό έκανε με το έργο του. Δεν θεωρούσε ότι η τέχνη είναι μόνο για τα μουσεία και τις γκαλερί, αλλά και για τον απλό άνθρωπο. Ασχολούμεν­ος μέχρι και με το design χρηστικών αντικειμέν­ων, έβγαινε από το καβούκι του καλλιτέχνη, όπως ήθελαν τα κλισέ». Και, πράγματι, ο Δημ. Μυταράς, με το κριτικό πνεύμα του, χωρίς περιγραφές και ακρότητες –όπως, εξάλλου, έκανε ακόμη και με τα έργα του την περίοδο της χούντας–, είχε πλούσιες αφηγήσεις, κρατημένες σε σεμνή «θερμοκρασί­α». «Κατάφερε να επιβάλει μια συγκεκριμέ­νη αισθητική, που μπορεί να έχει και διακοσμητι­κή αξία. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δύσμορφα πορτρέτα του, που κατάφερε να τα κάνει προσιτά στο ευρύ κοινό».

Τα τελευταία χρόνια, με το σκοτάδι που κάλυψε τα μάτια του δασκάλου που αγάπησε τις εικόνες, «είχε πάντα την ελπίδα της επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση. Μέχρι και το τέλος, όταν του ζητούσα να τον δω, μου έλεγε “Αγγελε, σε δύο μήνες θα είμαι καλά· τότε να τα πούμε”», θυμάται ο κ. Αντωνόπουλ­ος. «Ηταν γεμάτος ελπίδα».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece