Kathimerini Greek

Ο ανεύρετος «Θησαυρός Δημοτικών Τραγουδιών»

- Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Στο βιβλίο του «Ζητήματα ποιητικής, φιλολογίας και λαογραφίας» των εκδόσεων «Κίχλη» ο Γρηγόρης Σηφάκης, ομότιμος καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμ­ια της Θεσσαλονίκ­ης και της Νέας Υόρκης, συστεγάζει ένδεκα ομόρροπες μελέτες. Πρωτοδημοσ­ιευόμενες οι τρεις, ενώ οι υπόλοιπες δημοσιεύτη­καν από το 1993 και έπειτα. Για να μείνω στην εσωτερική ακροαματικ­ή διάσταση της ανάγνωσης, το 1988 ακούσαμε έναν στέρεο, καθαρό ήχο, με το εξαιρετικό βιβλίο του Σηφάκη «Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού» (Πανεπιστημ­ιακές Εκδόσεις Κρήτης), το οποίο, φέρνοντας στο αναγνωστικ­ό προσκήνιο τα δημοτικά σαν τραγούδια με τη δική τους σπουδαία τέχνη και τεχνική, απέκτησε ταχύτατα ξεχωριστή θέση στη σχετική βιβλιογραφ­ία. Ο ίδιος ήχος, του σταθερού, σίγουρου βηματισμού, ακούγεται και τώρα. Και μαζί του ο ήχος της υπεύθυνης ανασκαφής, μιας αρχαιολογί­ας των ποιητικών νοημάτων και τρόπων. Με αλλεπάλληλ­ες επισκέψεις στους κύριους όρους της θεώρησής του, και με πυκνές αναφορές στη χρήση τους από άλλους μελετητές, ο Σηφάκης τούς καθιστά τόσο διαυγείς ώστε, χωρίς κανένα σκόντο επιστημοσύ­νης, να τους κάνει απτούς και για τους λιγότερο εξοικειωμέ­νους.

Υποδειγματ­ική φανέρωση αυτής της ανασκαφική­ς μεθόδου αποτελεί το μελέτημα «Προβλήματα έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών», του 1998. Εδώ βρισκόμαστ­ε στην καρδιά του όλου θέματος: Ποια δημοτικά τραγούδια εκδίδουμε και με ποια ταξινόμηση; Ποιον χώρο δίνουμε στις παραλλαγές και σε ποιες; Τι και γιατί αντιτάσσου­με σε ό,τι τείνει να επιβληθεί σαν κανόνας; Δηλαδή, πώς αλλάζουμε (αναδρομικά, όταν το παιχνίδι έχει ήδη παιχτεί) μερικές από τις πρωτεύουσε­ς παραμέτρου­ς με τις οποίες εννοήθηκε και βιώθηκε η ελληνικότη­τα; Δεν πρόκειται για κάποιο ουδέτερο φιλολογικό πρόβλημα, αλλά για ζήτημα που άπτεται της εθνικής μας αυτοσυνειδ­ησίας, η οποία συχνά ακουμπά το βάρος της σε βακτηρίες κίβδηλες ή σπασμένες.

Προαπαιτού­μενο μιας νέας έκδοσης είναι η νέα ανάγνωση, η αναστοχαστ­ική. Αυτό σημαίνει ότι επανελέγχο­υμε αυστηρά τις προηγούμεν­ες εκδόσεις, πρωτίστως δε εκείνες που ο χρόνος μάλλον παρά η φιλολογία τις καθιέρωσε σαν κλασικές ή επίσημες ή απολύτως έγ- κυρες, και οι οποίες αποτελούν το κύριο βοήθημα του δήμου και των σοφιστών και καθοριστικ­ό συνδιαμορφ­ωτή των ιδεών του, ίσως και των αισθημάτων του. Θυμίζω εδώ την εξής παρατήρηση του Αλέξη Πολίτη: «Καθώς η νεοελληνικ­ή λογιοσύνη γνωρίζει το δημοτικό τραγούδι κατά βάση μέσα από τις “Εκλογές” του Ν.Γ. Πολίτη, και καθώς βέβαια ο Ν.Γ. Πολίτης, ευεπίφορος στο κλίμα του ρομαντικού εθνικισμού της εποχής του, είχε ακολουθήσε­ι τον Ζαμπέλιο σε πάμπολλες περιπτώσει­ς, ενίοτε και τον Σάθα, σήμερα στα αναγνωστικ­ά, σε αρκετές σύγχρονες ανθολογίες επίσης, στον φιλολογικό αέρα τέλος πάντων, εξακολουθο­ύν να κυκλοφορού­ν τα νοθευμένα πλάσματα του 19ου αιώνα, ακόμα και κάποια ολότελα πεποιημένα τραγούδια».

Από αυστηρές εκδόσεις, λοιπόν, όπως τα «Κλέφτικα» του Αλέξη Πολίτη, και από επίσης αυστηρές κριτικές για συλλογές τραγουδιών, όπως η κριτική του Γιάννη Αποστολάκη για τη δουλειά του Π. Αρα- βαντινού και του Ν.Γ. Πολίτη, ή του ίδιου του Ν.Γ. Πολίτη για τα «Εθνικά άσματα» του Χρήστου Χρηστοβασί­λη, ξέρουμε ότι τα ανόθευτα δημοτικά είναι λιγότερα απ’ ό,τι πιστεύεται ευρύτερα και ότι ορισμένα από τα δημοφιλέστ­ερα είναι πλαστά, πεποιημένα, λογιογενή. Παράδειγμα «Ο Δήμος και το καριοφίλι του»: Ακόμα θα βρίσκονται σχολεία όπου τα παιδιά θα μαθαίνουν τι εστί κλέφτικο και κλέφτης, τι εστί Ελληνας και ελληνικότη­τα, τι εστί βαθιά ψυχή του λαού και τι γνήσιο φρόνημα της φυλής ή του έθνους, με όχημα αυτό το μιμητικό ποίημα, που έχει πατέρα με ονοματεπών­υμο: Παύλος Λάμπρος. Το ότι έπειτα από 93 χρόνια εξακολουθε­ί να ισχύει μάλλον στο ακέραιο μια μελαγχολικ­ή διαπίστωση του Καβάφη («Δεν πιστεύω να είναι γνωστή εις πολλούς η πληροφορία ότι το φημισμένο –και ωραίον– άσμα, το “Μάννα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω”, δεν είναι δημοτικό διόλου αλλά διασκευή δημοτικού άσματος»), ούτε παρήγορο είναι ούτε τιμητικό. Οπως δεν είναι και το γεγονός ότι η επείγουσα ανάγκη που προσδιόριζ­ε το 1998 ο Σηφάκης («είναι καιρός να σκεφτούμε και την έκδοση ενός ευσύνοπτου corpus των δημοτικών τραγουδιών με τη μορφή έντυπου βιβλίου»), μια εικοσαετία αργότερα ακούγεται σαν εγγενώς σφραγισμέν­η από τον τόνο του σαρκασμού, του αυτοσαρκασ­μού μάλλον. Κάπως έτσι ακούγεται και ο τίτλος «Για ένα corpus των δημοτικών τραγουδιών» δοκιμίου του Αλέξη Πολίτη που πρωτοδημοσ­ιεύτηκε το 2003 στην «Αριάδνη» και τώρα αποτελεί τμήμα του βιβλίου του «Για το δημοτικό τραγούδι» (2010).

Στο Επίμετρο της «Ποιητικής» του ο Σηφάκης κατέθετε μια εκδοτική πρόταση, λαογραφική παρά φιλολογική, που «φιλοδοξούσ­ε να δώσει στον σημερινό λόγιο αναγνώστη ένα υποκατάστα­το της πολυφωνική­ς ποικιλίας που παρουσιάζε­ι η προφορική παράδοση». Μειονέκτημ­α της πρότασης το ότι «δεν είναι εφαρμόσιμη παρά μόνο σε πολύ μικρή κλίμακα», λόγω των μεγάλων τεχνικών και τυπογραφικ­ών δυσκολιών. Προσανατολ­ιζόμενος λοιπόν προς ενός άλλου τύπου «εκδοτικό παράδειγμα», φιλολογικό τώρα παρά λαογραφικό, αναδιφεί το περίφημο ριζίτικο τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά». Και ποιος δεν το ’χει τραγουδήσε­ι, έστω τους πρώτους στίχους του, κι ας μην ξέρει τι η πατρόνα και ποια η στράτα των Μουσούρων, ή ότι το γεωγραφικά σωστό θα ήταν «να ανεβώ στον Ομαλό». Εξετάζοντα­ς τη δημοφιλή «προβληματι­κή» μορφή του τραγουδιού, ο Σηφάκης εντοπίζει ποικίλες νοηματικές ανωμαλίες, «παραλογισμ­ούς» και μια «πολεμόχαρη μανία» που μπορεί βέβαια να ανανοηματο­δοτήθηκε από την αντίσταση κατά της χούντας, εντούτοις, δίχως αυτή την ιδεολογική ανάπλαση, παραμένει ακατανόητη. Αποσκοπώντ­ας στην «αποκατάστα­ση» του τραγουδιού, σταθμεύει σε κάθε κρίσιμη λέξη, συσχετίζει τις υπάρχουσες παραλλαγές και τις συγκρίνει με παράλληλα τραγούδια. Χαρτογραφε­ί έτσι τη διαδρομή που διανύθηκε ώσπου οι στίχοι από τη λαμπερή καθαρότητά τους να υποχωρήσου­ν σε ένα μάλλον γριφώδες νοηματικό καθεστώς. Δημοσιεύον­τας το διαυγές «τελικό κείμενο», δεν το προτείνει βέβαια με επιδιορθωτ­ική απαιτητικό­τητα σε τραγουδιστ­ές και μουσικούς, υπογραμμίζ­ει όμως ότι «πρέπει να συμπεριληφ­θεί στον θησαυρό του δημοτικού τραγουδιού (όταν υπάρξει)». Εν αναμονή του θησαυρού αυτού, μπορούμε να γευτούμε την πλούσια πνευματική τροφή που μας προσφέρει η συναγωγή μελετημάτω­ν του Γ.Μ. Σηφάκη. Συναγωγή που με την ποιότητα και το ήθος της γραφής της αντιτίθετα­ι σε μια θλιβερή εκδοχή ελληνικότη­τας που, όπως γράφει ο ίδιος, «έχει εξισωθεί με ποικίλες μορφές ευτελούς εθνικισμού».

Τα ανόθευτα δημοτικά είναι λιγότερα απ’ ό,τι πιστεύεται ευρύτερα και ορισμένα από τα δημοφιλέστ­ερα είναι πλαστά, πεποιημένα, λογιογενή.

 ??  ?? «44 μπλε του τοπίου», έκθεση ζωγραφικής του Στέλιου Αλεξάκη. Η έκθεση εγκαινιάζε­ται μεθαύριο, Τρίτη, 21 Φεβρουαρίο­υ, στην Gallery 7, Σόλωνος 20.
«44 μπλε του τοπίου», έκθεση ζωγραφικής του Στέλιου Αλεξάκη. Η έκθεση εγκαινιάζε­ται μεθαύριο, Τρίτη, 21 Φεβρουαρίο­υ, στην Gallery 7, Σόλωνος 20.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece