Ο «αλαφροΐσκιωτος» Ουίλλιαμ Μπλέικ
Η μυθιστορηματική βιογραφία του μείζονος Αγγλου ρομαντικού ποιητή και εικαστικού από έναν μετρ του είδους
PETER ACKROYD Ουίλλιαμ Μπλέικ μτφρ.: Γιώργος Λαμπράκος εκδ. Πατάκης, σελ. 512
Το πρωινό της 2ας Μαΐου του 1774, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω από τον τάφο του Εδουάρδου Α΄ (1239-1307), στο αβαείο του Ουέστμινστερ. Ηταν «διάφοροι αρχαιοδίφες, σε κατάσταση ιερής αναμονής», όπως γράφει ο Βρετανός βιογράφος Πίτερ Ακροϊντ. Ο βασιλιάς είχε ταριχευθεί, σύμφωνα με την ιστορική αναφορά, και αποφασίστηκε να αποσφραγιστεί το μεγάλο φέρετρο ώστε να εξεταστεί η κατάσταση του σώματος. Το βασιλικό λείψανο κειτόταν εδώ και 450 χρόνια στο ίδιο παρεκκλήσι όπου ο νεαρός Ουίλλιαμ Μπλέικ, 17 χρόνων τότε, είχε δουλέψει ως μαθητευόμενος ζωγράφος και χαράκτης, όντας ήδη παθιασμένος μελετητής της γοτθικής τέχνης, πάνω στους τάφους των άλλων μοναρχών. Η όλη επιχείρηση διήρκεσε μία ώρα και ο Μπλέικ στεκόταν μαζί με τους αρχαιοδίφες, φιλοτεχνώντας όλο αυτό το διάστημα δύο σχέδια με την ξαπλωμένη μορφή, το πρόσωπο της οποίας «είχε ένα σκούρο καστανό ή σοκολατί χρώμα προς το μαύρο [...] μια σφαιρική ουσία, ίσως μέρος της σάρκας των βολβών του ματιού, κουνιόταν στις κόχες κάτω από το περίβλημα».
Αυτή είναι μία από τις κομβικές στιγμές στη ζωή του «αλαφροΐσκιωτου» Ουίλλιαμ Μπλέικ (1757-1827), που, έστω και υπαινικτικά, θα περάσει στο πρώιμο ποίημά του «Τίριελ». Ηταν κομβική στιγμή, διότι μέσα στον προσωπικό του παράδεισο της λατρεμένης του γοτθικής τέχνης φανερώθηκε μπροστά του το λείψανο όχι ως κάτι το μιαρό ή αποκρουστικό, αλλά σαν εικόνα υπερβατική, από μιαν άλλη πραγματικότητα, από αυτές που δεν έπαψε να αναζητά σε όλη του τη ζωή και μέσα από τα σχέδια και τα ποιήματά του. «Για τον Μπλέικ», γράφει ο Ακροϊντ, «η γοτθική τέχνη έμοιαζε να παρουσιάζει τον ουρανό στον κόσμο και τον κόσμο στον ουρανό· από όσα διάβασε αργότερα, κατέληξε επίσης να πιστεύει πως ο ουρανός ποθεί να αποκτήσει υλική μορφή, ενώ ο κόσμος φιλοδοξεί να επανενωθεί με την πνευματική του ουσία».
Η μεγάλη βιογραφία του Μπλέικ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι γραμμένη από έναν μετρ του είδους. Ο Ακροϊντ αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα αγγλόφωνου συγγραφέα-ερευνητή που μετατρέπει τις ζωές άλλων συγγραφέων, ποιητών, ζωγράφων και επιστημόνων (από τον Ντίκενς ώς τον Τέρνερ και τον Νεύτωνα) σε μυθιστορηματικές αφηγήσεις δίχως ίχνος μυθοπλαστικής αυθαιρεσίας ή, πολύ περισσότερο, τάσεις αγιογραφίας. Ετσι, ο οραματιστής ποιητής και εικαστικός Μπλέικ, εμβληματική μορφή του αγγλικού ρομαντισμού, αναδύεται σε όλη του την παραξενιά και το μεγαλείο, τη γραφικότητα και το ισόβιο πάθος του «να γνωρίσει τα πάντα», όπως έλεγε ο ίδιος. Αλλά όχι μόνον: το ταραγμένο Λονδίνο της εποχής, με τα παιδιά-σκλάβους που δουλεύουν κτηνωδώς στις καμινάδες της πόλης (και συχνά πεθαίνουν μέσα σε αυτές), με την ηχώ της Γαλλικής Επανάστασης και το κύμα του ρομαντισμού να σηκώνεται ορμητικό, όλα αυτά, καθώς και πολλά άλλα, συνθέτουν ένα θεαματικό ψηφιδωτό στο οποίο δεσπόζει βέβαια ο ίδιος ο Μπλέικ και το έργο του. Σημειωτέον, οι βίοι λογοτεχνών του Ακροϊντ πλησιάζουν πολύ στο λεγόμενο είδος της «κριτικής βιογραφίας», όπου η παρατήρηση του βίου συνδυάζεται με την εμβριθή ανάλυση των κειμένων.
Στον κλασικό του πια «Δυτικό Κανόνα», ο κορυφαίος Αμερικανός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ γράφει πως «ο μόνος σύγχρονος ανταγωνιστής του Γκαίτε στην ποιητική μυθοποιία ήταν ο Ουίλλιαμ Μπλέικ, ο οποίος δεν είχε αναγνωστικό κοινό και του οποίου τα “μικρά έπη” (μια μιλτονική ιδέα) συνεχίζουν να μην έχουν μεγάλη απήχηση πέραν ενός περιορισμένου κοινού μυημένων και σχεδόν μανιωδών αναγνωστών».
Μικρό ίσως, σίγουρα πάντως φανατικό κοινό που ανακυκλώνεται μέσα στον χρόνο. Χαρακτηριστική είναι η εμπορική επιτυχία της ελληνικής μετάφρασης των «Γάμων των Ουρανών και της Κόλασης» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Νεφέλη) με δέκα ανατυπώσεις. Και βέβαια, ο Ουίλλιαμ Μπλέικ μοιάζει να είναι παρών στο μυστικιστικό, λοξό γουέστερν του Τζιμ Τζάρμους «Ο νεκρός» (1995), όπου ο Τζόνι Ντεπ λέγεται Ουίλλιαμ Μπλέικ, ενώ ο Ινδιάνος σύντροφός του αραδιάζει στίχους από τις «Παροιμίες της Κόλασης», κεντρικό κεφάλαιο στους «Γάμους».
Ο Μπλέικ πέθανε το 1827, την ίδια χρονιά που πέθανε και ο Μπετόβεν. Λίγους μήνες προτού κλείσει τα μάτια του, έγραφε: «Βρέθηκα πολύ κοντά στις Πύλες του Θανάτου και έχω επιστρέψει πολύ αδύναμος, ένας παρηκμασμένος γέρος που παραντουράει, όχι όμως ως προς το Πνεύμα και τη Ζωή, όχι ως προς τον Αληθινό Ανθρωπο, η Φαντασία του οποίου Ζει για Πάντα». Και όμως, το πίστευε.