Ποιος εμποδίζει την εθνική ανάταση;
Εν πρώτοις μοιάζει παράδοξο. Πώς γίνεται να συμβαίνουν τόσο σπουδαία πράγματα σε μια χώρα υπό κατάρρευση; Κι όμως, είναι πολλά για να είναι σύμπτωση. Στην Αθήνα, τρεις θεατρικές παραστάσεις κινούνται σε δημιουργικά επίπεδα που μόνο σε μεγάλες θεατρικές πρωτεύουσες μπορείς να συναντήσεις: το «1984» του Οργουελ από την Κ. Ευαγγελάτου, ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου από τον Μ. Μαρμαρινό και ο «Αύγουστος» του Κ. Μαρκουλάκη (σαφώς ανώτερο της πρωτότυπης χολιγουντιανής ταινίας με τη Μέριλ Στριπ) είναι δουλειές που θα ζήλευαν παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτες, χωρίς υπερβολή.
Την ίδια ώρα, στο Μουσείο Μπενάκη φιλοξενείται η αναδρομική έκθεση του ζωγράφου Χρ. Μποκόρου, με τίτλο «Οψεις Αδήλων», μια συγκλονιστική καταβύθιση ενός Ελληνα εικαστικού στα πρωταρχικά και ταπεινά υλικά αυτού του τόπου, συνοδευμένη από κείμενα του ίδιου που στέκουν αυτόνομα σε επίσης πολύ υψηλό επίπεδο. Τρεις-τέσσερις πίνακες από εκεί θα είχαν θέση στη μεγάλη δυτική ζωγραφική των τελευταίων δύο δεκαετιών. Στο ίδιο μουσείο είχε προηγηθεί η φωτογραφική έκθεση του Κ. Πίττα που αποτύπωνε το χρονικό του οδοιπορικού του σε Ανατολική και Δυτική Ευρώπη πριν από το 1989, όταν οι δύο κόσμοι αυτοί ήταν χωρισμένοι. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, μερικές από τις οποίες έκοβαν την ανάσα με τη δύναμή τους, κατάφερναν κάτι που δεν το ’χουμε ξαναδεί: να δείξουν ότι αυτό το ετερόμορφο ευρωπαϊκό σύμπαν ήταν τελικά πάντα ενιαίο, και αν το ένωνε κάτι, ήταν οι κοινές ανθρώπινες μοίρες. Υπάρχει πιο όμορφο μήνυμα σε μια Ευρώπη που βιώνει και πάλι διχαστικές τάσεις;
Εκεί δίπλα, στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων παρουσιάζεται η μεγαλύτερη έκθεση μνήμης και αναστοχασμού που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα, και αφορά τη δεκαετία του ’80 (επιμ. Β. Βαμβακάς - Π. Παναγιωτόπουλος), με τις ποικίλες και αντιφατικές όψεις της, οι οποίες συνεχίζουν να μας επηρεάζουν ποικιλοτρόπως. Δεν ξέρω μάλιστα αν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο, οπουδήποτε στην Ευρώπη, σε τέτοια έκταση και τεκμηρίωση.
Στο εκδοτικό τοπίο, από την άλλη, συνεχίζουν να βγαίνουν διαμάντια. Δεν σταμά- τησαν ποτέ, άλλωστε. Τα «Φαντάσματα του καιρού μας» του Ν. Σεβαστάκη (Πόλις) είναι μια σειρά στοχαστικών δοκιμίων πάνω στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο, που δεν υστερεί σε τίποτα από ανάλογες δοκιμιακές προσεγγίσεις Γάλλων συναδέλφων του. Οπως άλλωστε και η αρθρογραφία της τελευταίας 7ετίας του πολιτικού επιστήμονα Στ. Καλύβα που συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο υπό τον τίτλο «Πού είμαστε και πού πάμε» (Μεταίχμιο). Πρόκειται, πιθανότατα, για τον πιο ευφυή αρθρογράφο της ελληνικής κρίσης. Οι εκδόσεις Παπαδόπουλος εγκαινίασαν πρόσφατα μια σειρά μικρών εισαγωγών σε ποικίλα θέματα, αντάξια σε ποιότητα της ιστορικής γαλλικής σειράς «Que sais-je», αν κρίνουμε από τους τρεις πρώτους τίτλους που κυκλοφόρησαν, ενώ μια αντίστοιχη σειρά ιστορίας κυκλοφορεί και από την Εστία.
Στον ταλαιπωρημένο περιοδικό Τύπο, συνεχίζει να επιβιώνει μια μηνιαία επιθεώρηση ιδεών και βιβλίου που ξεχωρίζει: το «The Books’ Journal» του δημοσιογράφου Η. Κανέλλη. Για παράδειγμα, τη συνέντευξη της νομπελίστα Σ. Αλεξίεβιτς στον Δ. Τριανταφυλλίδη, στο τρέ- χον τεύχος, μπορεί να τη συναντήσει κανείς μόνο σε περιοδικά όπως το φημισμένο TLS.
Στην τηλεοπτική έρημο των τελευταίων χρόνων, ξαφνικά παρουσιάστηκε μια όαση: το σίριαλ «Η λέξη που δεν λες» (Alpha) του Θ. Παπαδουλάκη προσεγγίζει το ευαίσθητο θέμα του αυτισμού, χωρίς ευκολίες ή μελοδραματισμούς, και με άψογη κινηματογράφηση και βαθιές ερμηνείες σαν αυτές που απολαμβάνουμε στο Netflix.
Στον επιχειρηματικό κλάδο, μια πρόσφατη είδηση έδειξε τις δυνατότητες που υπάρχουν στις startups επιχειρήσεις, σε αυτή την οικονομικά ρημαγμένη χώρα. Το Taxibeat, μια πρωτοπόρα σε παγκόσμιο επίπεδο εφαρμογή αναζήτησης ταξί, την οποία επινόησε και έστησε μέσα στην κρίση ο Ελληνας Ν. Δρανδάκης, πουλήθηκε έναντι μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ σε έναν γερμανικό κολοσσό. Αν υπάρχει ένα πραγματικό ελληνικό success story, είναι αυτό δίχως αμφιβολία.
Η παραπάνω απαρίθμηση είναι αυθαίρετη. Υπάρχουν πολλά ακόμη μικρά θαύματα, στην Ελλάδα του 2017, που μου διαφεύγουν. Οχι απλώς «καλά για τα Βαλκάνια» αλλά δημιουργικά επιτεύγματα ευρωπαϊκού επιπέδου. Θα έσπευδε να τα χαρακτηρίσει κανείς νησίδες, αλλά δεν θα ήταν ακριβές. Πίσω από αυτά κρύβεται ένα καταπληκτικό ανθρώπινο κεφάλαιο, η δύναμη του οποίου μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, δίνοντας τον κυρίαρχο τόνο, αν βρει το κατάλληλο πλαίσιο. Αλλά δεν αρκεί από μόνο του για να ανθίσει, σε ένα άνυδρο πολιτικό και οικονομικό τοπίο σαν το σημερινό. Καλώς ή κακώς, το ξεπέταγμα μιας κοινωνίας προς τα μπροστά το εμπνέουν οι πολιτικές ηγεσίες. Είναι αυτές που έρχονται να δώσουν εκπροσώπηση στις υπόγειες τάσεις, να τις εντάξουν σε θεσμούς που αναπτύσσονται, και να τις καταστήσουν κυρίαρχες. Στην Ελλάδα η πολιτική εξουσία λειτουργεί αυτή τη στιγμή ανασχετικά, εξαντλώντας τα αποθέματα δυνάμεων της κοινωνίας. Της μεταφέρει τη δική της παρακμή και σήψη. Κι αυτό είναι εξοργιστικά άδικο.