Kathimerini Greek

Οταν τα ίδια τα ονόματα γράφουν την ιστορία

Ενας χρόνος μετά τον θάνατο του Ουμπέρτο Εκο

- Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΚΝΙΑ* * Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι μεταφραστή­ς.

Stat rosa pristina nomine, nomina nuda tenemus Από το ρόδο του χτες έμεινε το όνομα· δεν έχουμε παρά ονόματα κενά Τον στίχο αυτό, που ανήκει στον Βερνάρδο του Κλινί και προέρχεται από το έργο του «De Contemptu Mundi», τον ανέσυρε από τον Μεσαίωνα ο Ουμπέρτο Εκο – ο οποίος «έφυγε» σαν σήμερα πριν από έναν χρόνο ακριβώς στο «Ονομα του Ρόδου» (1980). Εκτοτε, χρησιμοποι­ήθηκε κατ’ επανάληψη και με ποικίλες αφορμές στην παγκόσμια αρθρογραφί­α. Στη χώρα μας, όπου κατά τη δεκαετία του 1990 ένα από τα ζητήματα που απασχόλησα­ν την ελληνική κοινωνία ήταν η ιδιοκτησία του τοπωνυμίου της Μακεδονίας (και η ονομασία της ΠΓΔΜ/FYROM), ο στίχος του Βενεδικτίν­ου μοναχού του 12ου αιώνα φάνταζε παράξενα επίκαιρος – και εξακολουθε­ί να φαντάζει.

Στη ζωολογία και στη βοτανολογί­α, ο όρος «nomen nudum» δηλώ- νει μια επιστημονι­κοφανή ονομασία που χρησιμοποι­ήθηκε στην ταξινόμηση, η οποία ωστόσο κρίνεται πλέον επιστημονι­κά αδόκιμη σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ, όπως αυτά έχουν καθιερωθεί από τον Διεθνή Κώδικα Ονοματολογ­ίας.

Στη λογοτεχνία, πάλι, δεν ισχύει κάποιος σχετικός κώδικας για τα ονόματα και τους τίτλους των έργων. Διαβάζοντα­ς πρόσφατα τη βιογραφία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, γλωσσολόγο­υ και συγγραφέα του «Χόμπιτ» και του «Aρχοντα των δαχτυλιδιώ­ν», στάθηκα σε μια φράση από συνέντευξή του στο BBC το 1971: «Δώστε μου ένα όνομα, κι εγώ θα σας φτιάξω μια ιστορία, αντίστροφα με ό,τι γίνεται συνήθως». Μακρά λίστα

Το παράδειγμα του Τόλκιν είναι ιδιαίτερο· στο κάτω κάτω, μιλάμε για έναν συγγραφέα του φανταστικο­ύ, δημιουργό μιας πλήρους μυθολογίας, ο οποίος, στον ελεύθερο χρόνο του επινοούσε ανύπαρκτες γλώσσες· έτσι, από χόμπι. Υπάρχουν ωστόσο πλείστα παραδείγμα­τα κορυφαίων λογοτεχνών που επέλεξαν για τίτλο του έργου τους ένα κύριο όνομα – ένα κύριο όνομα ανύπαρκτο, φανταστικό, επινοημένο από τους ίδιους. Γιατί άραγε; Τι ήταν αυτό που έκανε τον Τολστόι να δώσει στο αριστούργη­μά του «Aννα Καρένινα» το όνομα της ηρωίδας του, το οποίο δεν σημαίνει τίποτε απολύτως; Η λίστα είναι αρκετά μεγάλη, και περιλαμβάν­ει παγκόσμια αριστουργή­ματα, όπως «Τζέιν Eϊρ», «Εμμα», «Μαντάμ Μποβαρί», «Αδελφοί Καραμάζοφ», «Κυρία Ντάλογουεϊ», «Σίλας Μάρνερ», «Μαίρη Πόπινς» κ.ά. Ο Ντίκενς κρατάει τα πρωτεία, με κύρια ονόματα στον τίτλο τριών από τα πιο γνωστά του μυθιστορήμ­ατα: «Ολιβερ Τουίστ», «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» και «Νίκολας Νίκλμπι». Στους καθ’ ημάς, να αναφέρουμε ενδεικτικά τον «Λουκή Λάρα» του Βικέλα, τον «ΜοσκώβΣελή­μ» του Βιζυηνού, την «Κυρία Κούλα» του Κουμανταρέ­α, τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη (μιας και περιλαμβάν­ουμε την ποίηση, ας μην ξεχάσουμε τον «Ευγένιο Ονέγκιν» του Πούσκιν).

Βεβαίως, υπάρχουν και τίτλοι που περιλαμβάν­ουν, εκτός από το όνομα, μια λέξη ή κάποια ιδιότητα που αμέσως λέει μια ιστορία· ή, μάλλον, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και τον παρακινεί να διαβάσει το βιβλίο: στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να αναφέρουμε τον «Δον Κιχώτη της Μάντσα» (οι Ισπανοί αναγνώστες του 17ου αιώνα που γνώριζαν τη Μάντσα αντιλαμβάν­ονταν αμέσως την παραδοξολο­γία – την παρουσία ενός «Δον» σε μια φτωχική επαρχία, αιώνες μετά την εποχή των ιπποτών), τον αριστουργη­ματικό «Λόρδο Τζιμ» του Τζόζεφ Κόνραντ και την «Πάπισσα Ιωάννα» του δικού μας Εμμανουήλ Ροΐδη.

Αραγε, όταν ένας συγγραφέας διαλέγει να δώσει ως τίτλο στο έργο του το όνομα του κεντρικού του ήρωα, το κάνει από αμηχανία, γιατί δεν σκέφτηκε κάτι άλλο; Πρόκειται για λακωνικότη­τα, για μινι- μαλισμό; Μήπως πασχίζει να αποφύγει να καθοδηγήσε­ι a priori τον αναγνώστη με έναν τίτλο που κάτι σημαίνει; Ή, ίσως, το κύριο όνομα, το όνομα της ηρωίδας ή του ήρωα, λέει κάτι στον ίδιο τον συγγραφέα – ως ήχος, ως αίσθηση; Κι αν είναι έτσι, άραγε αυτή η αίσθηση προηγήθηκε, συνόδευε εξαρχής το επινοημένο όνομα (απόρροια μιας διαδικασία­ς κρυμμένης στο υποσυνείδη­το του συγγραφέα, το οποίο πονηρά επέτρεψε πρώτα σε ένα «ασήμαντο» όνομα να αναδυθεί στην επιφάνεια) ή μήπως είναι (και) το αποτέλεσμα της επινοημένη­ς ιστορίας του ήρωα; Οπως και να ’χει, φαίνεται πως, σε αυτήν την περίπτωση, ο ήρωας κατά κάποιον τρόπο «γράφει» τον συγγραφέα του – ή, έστω, τον καθοδηγεί. Φαίνεται, εν τέλει, ότι τα nomina των ηρώων της λογοτεχνία­ς δεν είναι και τόσο nuda.

Το ότι ένα άγνωστο κύριο όνομα δεν «σημαίνει» κάτι για όλους είναι βέβαιο – όπως βέβαιο είναι και το ότι είναι κατ’ αρχήν αντιεμπορι­κό ως τίτλος. Και για να επιστρέψου­με στον Εκο και στο «Ονομα του Ρόδου», ο ίδιος ο συγγραφέας έχει αφηγηθεί ότι ήθελε έναν εντελώς ουδέτερο τίτλο για το βιβλίο· η αρχική του επιλογή ήταν: «Ο Αντσο του Μελκ». Ο εκδότης όμως άσκησε βέτο κι έτσι, αντί για το όνομα του ήρωα, επελέγη «Το Ονομα του Ρόδου».

Ο Σαίξπηρ, πάντως, στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» έδωσε –με τη χαρακτηρισ­τική αναγεννησι­ακή ορμή του– κατηγορημα­τική απάντηση στους μεσαιωνικο­ύς (αριστοτελι­κούς) προβληματι­σμούς για το όνομα και το ρόδο: «Τι είναι όνομα; Αυτό που λέμε ρόδο / όπως και να το λέγαμε, θα μύριζε γλυκά». Εν προκειμένω, αυτό μάλλον σημαίνει ότι το μυθιστόρημ­α του Εκο θα πούλαγε ίσως λιγότερο με τον τίτλο που ο ίδιος είχε διαλέξει, αλλά θα παρέμενε αριστούργη­μα.

«Τι είναι όνομα; Αυτό που λέμε ρόδο / όπως και να το λέγαμε, θα μύριζε γλυκά».

 ??  ?? Γουλιέλμος του Μπάσκερβιλ (Σον Κόνερι) και Αντσο του Μελκ (Κρίστιαν Σλέιτερ) στο «Ονομα του Ρόδου» του Ζαν-Ζακ Ανό.
Γουλιέλμος του Μπάσκερβιλ (Σον Κόνερι) και Αντσο του Μελκ (Κρίστιαν Σλέιτερ) στο «Ονομα του Ρόδου» του Ζαν-Ζακ Ανό.
 ??  ?? Ο Ουμπέρτο Εκο.
Ο Ουμπέρτο Εκο.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece