Ενας ήρωας με οξύμωρη ταυτότητα
Ο Μιχαήλ Σεμπαστιάν (1907-1945) ήταν Ρουμάνος εβραϊκής καταγωγής. Ανήκε στον κύκλο του μεσοπολεμικού Βουκουρεστίου, που έβγαλε τον Σιοράν και τον Ιονέσκο. Το μυθιστόρημά του «Για δύο χιλιάδες χρόνια» γράφτηκε το 1934, αλλά κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι στα αγγλικά. Σε αυτό το αλλόκοτο αυτοβιογραφικό αφήγημα, παλεύοντας μεταξύ της ρουμανικής και της εβραϊκής του ταυτότητας, ο Σεμπαστιάν αναρωτιέται τι είναι αυτό που λέμε «εθνικός χαρακτήρας». Είναι, λέει, αυτό που απομένει σε έναν πολιτισμό αφού αφαιρέσεις την προσωπική προσπάθεια για σκέψη, την προσωπική εμπειρία και τα κατορθώματα της ατομικής δημιουργίας.
Τον «εθνικό χαρακτήρα» του Γιάννη Αντετοκούνμπο αναζήτησε και ο δημοσιογράφος, ο οποίος πριν από το All Star Game ρώτησε τον προπονητή της Δύσης εάν βρίσκει «οξύμωρο» το γεγονός ότι ο Γιάννης, παρότι Ελληνας, είναι μαύρος. Ο προπονητής είπε ότι δεν ήξερε πώς να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. Ηξερε όμως να πει για τις αγωνιστικές αρετές του Γιάννη. Ηξερε τον Γιάννη από το χάρισμά του να αψηφά τη βαρύτητα παρά τα 211 εκατοστά του ύψους του. Δεν τον ήξερε για το διαβατήριό του.
Η ερώτηση για το «οξύμωρο» καταγγέλθηκε, βέβαια, ως ρατσιστική. Αντιθέτως, η άλλη ερώτηση, προς τον ίδιο τον Αντετοκούνμπο, ακούστηκε πολύ φυσιολογική: «Εχεις καταλάβει», ρωτούσε ο δημοσιογράφος, «τι περιμένει η Ελλάδα από σένα;». Δεν ήταν μια ερώτηση που θα έκανε εύκολα κάποιος, ας πούμε, στον Βασίλη Σπανούλη. Δεν ρωτάει κανείς τον Σπανούλη αν καταλαβαίνει τι περιμένει από εκείνον η πατρίδα. Ή αν αισθάνεται ευγνώμων που γεννήθηκε Λαρισαίος, πώς τον βοήθησε η Λάρισα να φτάσει κάποτε μέχρι το NBA. Ο Γιάννης, όμως, χρειάζεται να επιστρέφει συνεχώς στα Σεπόλια. Καλείται να εξηγεί την επιτυχία του μόνο μέσα στα συμφραζόμενα της εθνικότητάς του.
Ναι, όλη η Ελλάδα αγαπάει τον Γιάννη. Αλλά έχει ανάγκη να ακούει διαρκώς από τον Γιάννη πόσο την αγαπάει κι εκείνος. Πόσο την ευγνωμονεί. Πόσο σέβεται τη σημαία της. Πόσο υπερήφανος είναι που φόρεσε το χακί της. Ο Αντετοκούνμπο πρέπει να δίνει διαπιστευτήρια της ταυτότητάς του, γιατί δεν είναι μια ταυτότητα αυτονόητη. Είναι μια ρευστή, μεταμοντέρνα εθνικότητα που δεν ορίζεται φυλετικά. Μια εθνικότητα κάπως «οξύμωρη». Γι’ αυτό και ήταν τόσο δύσκολο να του αναγνωριστεί νομικά. Γι’ αυτό ο Γιάννης απέκτησε ταυτότητα (και διαβατήριο) όταν πια είχε κλείσει τα 18 – και τον είχε ήδη ανακαλύψει το NBA. Μέχρι τότε δεν ήταν καν ξένος. Ηταν ανιθαγενής.
«Η δυσκολία μου», γράφει ο Σεμπαστιάν, «δεν εντοπιζόταν ποτέ στη νομική αναγνώριση της κατάστασής μου». Δεν ήθελε, λέει, να του αναγνωριστούν δικαιώματα. Το να ήθελε τέτοια αναγνώριση θα ήταν «σαν να ήθελε μια συστάδα από ιτιές στους βάλτους της Βραΐλας να επιβεβαιώσουν το δικαίωμα τους να είναι ιτιές». Σαν να έπρεπε τα πεύκα στον λόφο Σκουζέ να αποδείξουν ότι είναι πεύκα. Και τα μπετά στα Σεπόλια να αποδείξουν ότι είναι μπετά.