Η Ελλάδα μού θυμίζει τη Βρετανία της δεκαετίας του ’70
Είχε τρομακτικά και αδικαιολόγητα επιβλαβείς συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων
Για τον ιστορικό Νιλ Φέργκιουσον, η βρετανική εμπειρία της δεκαετίας του ’70 εμπεριέχει διδάγματα για την Ελλάδα. Οπως λέει στην «Κ», «όταν μια χώρα χρειάζεται βαθιές θεσμικές αλλαγές, ίσως πρέπει να προηγηθεί μια κρίση προκειμένου να δημιουργηθεί η πολιτική συναίνεση που απαιτείται για να προωθηθούν οι αλλαγές αυτές».
Ο Νιλ Φέργκιουσον δείχνει ξεκούραστος και έτοιμος για δράση. Είναι πρωί Παρασκευής, στο roof garden της «Μεγάλης Βρεταννίας». Σε λίγες ώρες θα φύγει για τους Δελφούς και το Οικονομικό Φόρουμ. Το προηγούμενο βράδυ, μιλώντας σε εκδήλωση του ινστιτούτου Καραμανλή, είχε υπερασπιστεί τις προτεραιότητες της κυβέρνησης Τραμπ και είχε παροτρύνει την Ευρώπη να μιμηθεί τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ στην προσήλωσή του στην τόνωση της ανάπτυξης και στην υιοθέτηση μιας στιβαρής εξωτερικής πολιτικής.
Του λέω ότι η ομιλία του ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και ότι διαφώνησα περίπου με το 83% των όσων είπε. Γελάει και απαντά, με προσποιητή απογοήτευση, ότι ο στόχος ήταν το κοινό να διαφωνήσει με το 100% των λεγομένων του.
Ωστόσο, ο διακεκριμένος Σκωτσέζος ιστορικός, που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι σήμερα senior fellow στο ινστιτούτο Hoover του Στάνφορντ, δεν έχει σκοπό μόνο να προβοκάρει: ήταν σφοδρός επικριτής της οικονομικής και της εξωτερικής πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα και πραγματικά ελπίζει ότι η νέα κυβέρνηση, υπό την καθοδήγηση του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Πολ Ράιαν, θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η αμερικανική οικονομία για να ανακτήσει τον δυναμισμό της.
Οι ΗΠΑ χρειάζονται «άμεσα μεταρρύθμιση του φορολογικού τους συστήματος», εξορθολογισμό του «παραφουσκωμένου» συστήματος κοινωνικών παροχών και απορρύθμιση της οικονομίας, κατά τον Φέργκιουσον. Τις νομοθετικές προτεραιότητες θα τις θέσει ο Ράιαν και ο ιστορικός του Stanford δεν θεωρεί ότι ο Λευκός Οίκος θα φέρει αντιστάσεις – ακόμα και σε πολιτικές που απέχουν πολύ από τη λαϊκιστική ρητορική του Τραμπ. Η ανάκαμψη –την οποία χαρακτηρίζει αναιμική– «ήταν έργο του Μπεν Μπερνάνκι, όχι του Ομπάμα», διατείνεται, στηλιτεύοντας τη μεταρρύθμιση της Υγείας ως «μπάλωμα» και εκφράζοντας τη –μάλλον ακραία– άποψη ότι το πακέτο τόνωσης των 800 δισ. δολαρίων «δεν πέτυχε τίποτα».
Εξίσου λάβρος είναι κατά της κληρονομιάς του 44ου προέδρου στην εξωτερική πολιτική. «Εχουμε ξεχάσει αυτά που μάθαμε στη δεκαετία του ’90», σημειώνει, αναφερόμενος στις επεμβάσεις της Δύσης σε μέρη όπως η Βοσνία και το Κόσοβο. «Η κατάσταση εκεί είναι μακριά από ιδεατή, αλλά είναι πολύ καλύτερη από την κατά- σταση πολέμου. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος και για τη Μέση Ανατολή». Στον απόηχο της εισβολής στο Ιράκ, την οποία ο ίδιος είχε υποστηρίξει, ισχυρίζεται ότι επικράτησε –και εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα– μια λογική υποχώρησης και απρόθυμων, αναποτελεσματικών επεμβάσεων στη διεθνή σκηνή.
Νομπέλ Ειρήνης για ομιλίες
«Το Ιράκ εγκαταλείφθηκε, η Συρία αφέθηκε στις φλόγες. Και μετά υπήρξε η στροφή στο Ιράν και τη συμφωνία με τα πυρηνικά – με την παλαβή προσδοκία ότι η αναβολή του πυρηνικού του προγράμματος για δέκα χρόνια θα φέρει κάποια υπέροχη μετάβαση σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς... Αν το Νόμπελ Ειρήνης απονεμόταν για ομιλίες, θα το άξιζε ο Ομπάμα. Αλλά αυτό που έχει η σημασία είναι οι πράξεις, όχι τα λόγια». Η σημασία σταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής είναι τεράστια, υπογραμμίζει, καθώς υπάρχουν σήμερα «όλα τα συστατικά –οικονομικά, δημογραφικά ιδεολογικά– για μία πολύ μεγαλύτερη ανάφλεξη από ό,τι έχουμε δει μέχρι στιγμής. Η υποχώρηση των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή επί Ομπάμα έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά από τις επεμβάσεις των νεοσυντηρητικών».
Αυτό που απαιτείται, εξηγεί, είναι «ένα διπλωματικό-πολιτικό όραμα για την περιοχή, που θα αντικαταστήσει τη συμφωνία Sykes-Picot [επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου], και θα διευθετήσει ζητήματα δεκαετιών. Πιστεύω π.χ. ότι πρέπει να υπάρξει ένα κουρδικό κράτος και ότι δεν είναι πλέον εφικτή μία συμμαχία μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης. Και όλα αυτά, φυσικά, έχουν τεράστια σημασία για την Ελλάδα, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή – κάτι το οποίο πολλοί στην Ε.Ε. αδυνατούν να καταλάβουν».
Ακόμα όμως κι αν δεχθεί κανείς την κριτική του Φέργκιουσον κατά του δόγματος Ομπάμα, τι τον οδηγεί να ελπίζει ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα τα καταφέρει καλύτερα, δεδομένων των διαφορετικών φωνών στο εσωτερικό της και ενός προέδρου με ελάχιστες γνώσεις στην εξωτερική πολιτική; Και πώς θα εφαρμοστεί το νέο όραμα; Με χερσαία αμερικανικά στρατεύματα;
Ο Φέργκιουσον περιορίζεται να πει ότι δεν μπορεί το σχέδιο να βασίζεται «σε υπερβολικό βαθμό» στα αμερικανικά στρατεύματα, και ύστερα στρέφεται σε μία πραγματεία για τη φύση του σύγχρονου πολέμου. Είναι φανερό πως ούτε αυτός έχει ιδέα τι μορφή θα πάρει η εξωτερική πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης.
Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει κουρδικό κράτος και ότι μία συμμαχία μεταξύ Τουρκίας και Δύσης δεν είναι πλέον εφικτή. Αυτά έχουν τεράστια σημασία για την Ελλάδα, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Το Βερολίνο δεν συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του προσφυγικού στην πηγή του, στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής, αλλά το αντιμετωπίζει σαν κάποιου είδους φυσική καταστροφή.