Τα διδάγματα του θατσερισμού για τη σημερινή Ελλάδα
Το ελληνικό ζήτημα δεν μπορούσε, φυσικά, να λείπει από το μενού. Για τον Νιλ Φέργκιουσον, που υιοθέτησε τον θατσερισμό ως φοιτητής στην Οξφόρδη, η βρετανική εμπειρία της δεκαετίας του ’70 εμπεριέχει διδάγματα για τη σημερινή Ελλάδα. «Μεγάλωσα σε μία Βρετανία που ήταν υπό διάλυση: απεργίες, εβδομάδες τριών ημερών, διακοπές ρεύματος, σκουπίδια στους δρόμους, διψήφιος πληθωρισμός», λέει. «Το 1979 είχε συσσωρευθεί τόσος εκνευρισμός και αηδία με την κατάσταση που ήταν εφικτό να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές. Αρα, όταν μια χώρα χρειάζεται βαθιές θεσμικές αλλαγές, ίσως χρειάζεται να προηγηθεί μια κρίση ώστε να δημιουργηθεί η πολιτική συναίνεση που απαιτείται για να προωθηθούν οι αλλαγές αυτές».
Η Θάτσερ, σημειώνω, όταν εξελέγη αρχηγός ήταν στη μειοψηφία ακόμα και μέσα στο κόμμα της όσον αφορά την οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τηρουμένων των αναλογιών, βρίσκεται σε μια παρόμοια θέση. Τι πρέπει να κάνει για να πετύχει όπως πέτυχε εκείνη;
«Η εσωκομματική αντιπολίτευση είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί, μέσω της εκλογικής νίκης, που αποτελεί το απόλυτο επιχείρημα. Η Θάτσερ περιθωριοποίησε τους Wets (τα στελέχη των Τόρις που τάσσονταν κατά του οικονομικού της προγράμματος) κερδίζοντας διαδοχικές εκλογές, με τη βοήθεια και του πολέμου στα Φόκλαντς, που έδρασαν σαν από μηχανής Θεός». Η Σιδηρά Κυρία είχε, επίσης, προσθέτει, μία ομάδα ακαδημαϊκών και αρθρογράφων που υποστήριζαν δυναμικά τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στον Τύπο της εποχής. «Ηταν συναρπαστικό για μένα, προερχόμενος από τη σοσιαλιστική Σκωτία, να γνωρίζω όλους αυτούς τους ευφυείς νέους ανθρώπους που ήταν διατεθειμένοι να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της Θάτσερ – κατά των ανθρακωρύχων, κατά όλων των δυνάμεων του σκότους. Κάτι αντίστοιχο χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα».
Ωστόσο, παρατηρώ, όσο αφοσιωμένη στις φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και να είναι μια κυβέρνηση, η Αθήνα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα έξωθεν επιβεβλημένο δημοσιονομικό πλαίσιο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανάκαμψη.
Ο Φέργκιουσον, παρότι δημοσιονομικά συντηρητικός, συμφωνεί, μιλώντας για τον «φετιχισμό» της λιτότητας εκ μέρους του Βερολίνου, «που είχε τρομακτικά επιβλαβείς συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων», οι οποίες «δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανέναν τρόπο». «Το χειρότερο που έκαναν οι Γερμανοί σε σχέση με την Ελλάδα», εξηγεί, «είναι ότι περίμεναν πάντα ώς την τελευταία στιγμή πριν εγκρίνουν την αποδέσμευση των δανείων, με αποτέλεσμα να μεγιστοποιείται η τοξική αβεβαιότητα».
Αναπτύσσοντας το επιχείρημά του, το θέτει στο ευρύτερο, ιστορικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής της Γερμανίας: «Οταν οικοδομείς μια νομισματική ένωση, με σκοπό τη βαθύτερη ενοποίηση της Ευρώπης, δεν μπορείς μετά να απορρίπτεις την ιδέα της ένωσης μεταβιβάσεων. Η διαφορά μεταξύ του Χέλμουτ Κολ και της Αγκελα Μέρκελ συνοψίστηκε από τον ίδιο τον Κολ, όταν την κατηγόρησε ότι έδωσε προτεραιότητα στη Γερμανία έναντι της Ευρώπης. Ο Κολ δεν πιστεύω ότι θα είχε συμπεριφερθεί στην Ελλάδα όπως της συμπεριφέρθηκαν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε».
Το προσφυγικό
Ο Βρετανός ακαδημαϊκός περιφρονεί την ιδέα ότι η Μέρκελ είναι η τελευταία ελπίδα της Δύσης. «Μπορεί σε επίπεδο τακτικής να είναι προικισμένη, αλλά η στρατηγική της έχει υπάρξει καταστροφική» για την Ευρώπη, σημειώνει. Ωστόσο, με τη στάση της στο προσφυγικό δεν υπερασπίστηκε τις αξίες της Ευρώπης; Δεν έδωσε το σήμα ότι μπορούμε να βοηθήσουμε τους κατατρεγμένους αντί να υποκύψουμε στον φόβο του Αλλου;
«Κατ’ αρχάς, η Γερμανία δεν συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος στην πηγή του, στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, αλλά το αντιμετωπίζει σαν κάποιου είδους φυσική καταστροφή». Η αποτυχία αυτή, της διαχείρισης της κρίσης στον αραβικό κόσμο, κατά τον Φέργκιουσον, «δεν διορθώνεται με το να δημιουργήσεις μία κρίση στη δική σου χώρα», επιτρέποντας την είσοδο «μεγάλου αριθμού ανθρώπων, κυρίως μουσουλμάνων, που δεν είναι πρόσφυγες, αλλά οικονομικοί μετανάστες».
Η επιλογή ήταν «απερίσκεπτη», για δύο βασικούς λόγους: «Πρώτον, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης τα έχουν πάει πολύ άσχημα στην ενσωμάτωση των μεταναστών από τον μουσουλμανικό κόσμο – δείτε τους σχετικούς δείκτες ανεργίας μεταξύ του γηγενούς πληθυσμού και των μεταναστών. Δεύτερον, ας μην αγνοούμε το πολιτισμικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις με σημαντικούς πληθυσμούς γκετοποιημένων μουσουλμάνων, ένα πρόβλημα που οφείλεται στη λογική της πολυπολιτισμικότητας αλλά και στην απροθυμία των κοινοτήτων αυτών να αφομοιωθούν». Με αυτά ως δεδομένα, λέει, «η μόνη έκπληξη για μένα είναι ότι οι λαϊκιστές –η Λεπέν, ο Βίλντερς– δεν έχουν ακόμα καλύτερες εκλογικές επιδόσεις».