Χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποχώρησης
Από την κρίση του Σουέζ (1956) και εξής υπήρχε αποξένωση και επιδείνωση των σχέσεων με το ΝΑΤΟ.
Οι σχέσεις της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ φέρνουν στο προσκήνιο τις διφορούμενες σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ μεταπολεμικά, καθώς και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της ως προς τη διεθνή της θέση και ασφάλεια, οι οποίες περικλείουν και τις διμερείς γαλλοσοβιετικές και γαλλογερμανικές σχέσεις. Ως επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης κατά την Απελευθέρωση, ο Ντε Γκωλ είχε θέσει τρεις προτεραιότητες για την ασφάλεια της Γαλλίας: συμμαχία με την ΕΣΣΔ, συμμαχία με το Ηνωμένο Βασίλειο, αμερικανική εγγύηση ασφάλειας. Το βασικό μέλημα του Γάλλου ηγέτη ήταν σαφώς η εξουδετέρωση της γερμανικής απειλής, κάτι που εξηγεί και τη θέση του υπέρ εδαφικής αποδυνάμωσης της Γερμανίας, διατηρώντας υπό γαλλικό έλεγχο τη Ρηνανία και τη Σάαρ, υπό πολωνικό τις ανατολικές επαρχίες, και θέτοντας μία μικρή ομοσπονδιακή Γερμανία στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού συνασπισμού. Οι γαλλικές επιδιώξεις δεν βρήκαν στήριξη ούτε από την ΕΣΣΔ ούτε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και η εδραίωση της σοβιετικής κυ- ριαρχίας στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη άρχισε να μεταβάλλει σταδιακά την αίσθηση απειλής, τουλάχιστον μέχρι και το 1946 οι γαλλικές κυβερνήσεις έθεταν ως προτεραιότητα την εξουδετέρωση του γερμανικού κινδύνου, αρνούμενες την πλήρη αποξένωση της ΕΣΣΔ στο θολό ακόμα διεθνές τοπίο. Τελικά, η άνοδος της σοβιετικής απειλής και η απώλεια ελπίδας για λύση στο γερμανικό πρόβλημα, όπως η Γαλλία την εννοούσε, έστρεψαν τη χώρα προς αναζήτηση εγγύησης ασφάλειας είτε στο πλαίσιο της διμερούς γαλλοαμερικανικής σχέσης είτε μέσα από έναν ευρωπαϊκό συνασπισμό προσδεδεμένο στις ΗΠΑ.
Η νέα δυναμική άρχισε να γίνεται αισθητή το 1947. Εκείνη τη χρονιά, η γαλλοβρετανική συνθήκη της Δουνκέρκης συνομολογήθηκε ελλείψει σαφούς αμερικανικής εγγύησης και εντασσόταν ακόμα στο διπλωματικό οπλοστάσιο που στόχευε να εξουδετερώσει τη γερμανική απειλή. Σύντομα, η εξέλιξη της αμερικανικής θέσης (δόγμα Τρούμαν, σχέδιο Μάρσαλ), η αναμόρφωση του διεθνούς τοπίου (αποτυχία της Τετραμερούς Συνόδου για τη Γερμανία, ίδρυση της Κομινφόρμ), αλλά και εσωτερικές εξελίξεις (αποπομπή των κομμουνιστών υπουργών της κυβέρνησης Ραμαντιέ τον Μάιο 1947, απεργίες με υπόθαλψη και του ΚΚΓ) αποτέλεσαν αποφασιστικούς παράγοντες που δρομολόγησαν τους Γάλλους ιθύνοντες στη λογική του Ψυχρού Πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, το σύμφωνο των Βρυξελλών (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Μπενελούξ) κατέχει μια ενδιάμεση θέση, καθώς έθετε τις βάσεις ενός αντιγερμανικού, αλλά εκ των πραγμάτων και αντισοβιετικού, συνασπισμού. Παράλληλα, η διεθνής πόλωση άνοιξε τον δρόμο για απτή αμερικανική δέσμευση ασφάλειας με την έναρξη, τον Ιούλιο 1948, των εργασιών για τη συνομολόγηση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.
Η αγγλοαμερικανική σχέση αφενός, η δοκιμασία στην οποία έθεσε τις γαλλοαμερικανικές σχέσεις η αποικιακή πολιτική της Γαλλίας αφετέρου, υπήρξαν δύο βασικοί παράγοντες της αποξένωσης τελικά της χώρας από τη Συμμαχία. Η επιδείνωση υπήρξε αισθητή ήδη από την κρίση του Σουέζ (1956) και εξής, όταν η έλλειψη στήριξης από τις ΗΠΑ προκάλεσε έντονο αντιαμερικανισμό και κυρίως έδειξε ότι τα εθνικά συμφέροντα της Γαλλίας δεν νοούνταν μέσα στο πλαίσιο των κοινών συμμαχικών συμφερόντων. Παρομοίως εκλήφθηκαν οι πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Τυνησία το 1957, εν μέσω του πολέμου της αλγερινής ανεξαρτησίας, όπως και η σύσταση αγγλοαμερικανικής μεσολαβητικής αποστολής κατόπιν του βομβαρδισμού του χωριού Σακιέτ Σίντι Γιουσέφ στην επικράτεια της ίδιας χώρας από γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.