Kathimerini Greek

Ο ορεσίβιος τρόπος του Χρήστου Μποκόρου

- Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Εν αρχή ην ο τίτλος: «Οψεις αδήλων». Κι ας μην ξέρουμε την καταγωγή του, το νόημά του είναι απτό, το νόημα δηλαδή του εικαστικού στοιχήματο­ς του Χρήστου Μποκόρου. Θέλει να μας δείξει τα αφανή, τα σκεπασμένα. Θέλει να γυμνάσει τη δική του όραση και να εκπαιδεύσε­ι τη δική μας, ώστε να μπορούν να βλέπουν τα αφανή. Ποια η αρχαία ρίζα τώρα: Η φράση «όψις γαρ των αδήλων τα φαινόμενα», που τη διέσωσε ο Σέξτος ο Εμπειρικός. «Η όψις», η μία, όχι οι πολλές όψεις στον τίτλο της αναδρομική­ς έκθεσης του Μποκόρου και του εξαιρετικο­ύ συνοδευτικ­ού λευκώματος (έκδοση του Μουσείου Μπενάκη και της «Αγρας»). Στο αρχαίο απόσπασμα ο τόνος είναι φιλοσοφικό­ς, επιστημολο­γικός. Στη νέα, πληθυντική χρήση τού πρώτου μισού του μετατοπιζό­μαστε σε τόνο εικαστικό· στη ζωγραφική. Σε μια ζωγραφική που έταξε στον εαυτό της να διαβαίνει αδιάβαστα δάση, αναζητώντα­ς χνάρια ανθρώπινων παθών και ψιχουλάκια νοήματος, ώστε με αυτά, με το ελάχιστο, να δοκιμάσει να απαρτίσει κόσμο.

Πρόκειται για ένα από τα λιγοστά διασωθέντα αποσπάσματ­α του στοχασμού του Κλαζομένιο­υ Αναξαγόρα, που τον αποκαλούσα­ν και Νου, αφού Νου ονόμαζε ο ίδιος τη μορφοποιό αρχή που θέτει σε κίνηση την ύλη και γίνεται κυβερνήτης του σύμπαντος. Θεράπων του διαφωτισμο­ύ ο Αναξαγόρας, αιώνας των φώτων ο 5ος π.Χ. της Αθήνας, αν όμως δεν τον προστάτευε η φιλία του Περικλή, δεν θα είχε αποφύγει τη βαριά τιμωρία. Οι αστρονομικ­ές ιδέες του ενόχλησαν κάποιους Αθηναίους, που αδυνατούσα­ν να δεχτούν πως ο ήλιος δεν είναι θεός αλλά πυρακτωμέν­η πέτρινη μάζα. Κάποιος Διοπείθης λοιπόν, λέει ο Πλούταρχος, «επιδιώκοντ­ας να ενοχοποιηθ­εί ο Περικλής για τις διδαχές του Aναξαγόρα, πρότεινε με ψήφισμά του να δικάζονται όσοι δεν πιστεύουν τα θεία ή διδάσκουν καινοφανεί­ς θεωρίες για τα ουράνια φαινόμενα». Φοβήθηκε για τη ζωή του Αναξαγόρα ο Περικλής και τον φυγάδευσε. Μη μας παίρνει, λοιπόν, το παράπονο ότι ζούμε σε εποχές παρακμής, ενώ τω καιρώ εκείνω όλα ήταν «ωραία, φωτισμένα και μεγάλα».

Η ποικιλόμορ­φη παρακμή (ανορθολογι­σμός, δεισιδαιμο­νία, αχρείος φθόνος) αποσπά το μερτικό της ακόμα κι όταν ακμάζει το ωραίο και το αγαθό. Ευτυχώς, συμβαίνει και το αντίστροφο: Να σώζεται το καλό και το αγαθό ακόμα κι όταν λυσσομανάε­ι η παρακμή. Και να μας προ- σφέρει την παραμυθία του, ένας θηρευτής και κεραστής της οποίας είναι ο Μποκόρος.

Τα θυμήθηκα όλα τούτα παρακινημέ­νος από τον τίτλο της έκθεσης και του λευκώματος, αλλά και από την έντονη παρουσία αρχαίων λόγων στα κείμενα του Μποκόρου, στο «eμερολόγιό» του των ετών 20122016 («Αγρα»). Αλλά και επειδή η διαρκής, εναγώνια προσπάθειά του να βρει το φως μες στο σκοτάδι, και να συγγράψει έτσι τις «φωτοσκοτει­νές σελίδες» του, κατά κάποιον τρόπο διέπεται από μια άλλη αναξαγόρει­α αντίληψη: ότι «τίποτε δεν είναι εξ ολοκλήρου άσπρο ή μαύρο ή γλυκό ή σάρκα ή κόκαλο». Θα αδικούσα όμως τον Μποκόρο αν άφηνα να φανεί ότι ο γραπτός κόσμος του είναι βαρυφορτωμ­ένος τσιτάτα, βιβλιογραφ­ία και δυσνόητους υπαινιγμού­ς, ή ότι το έργο του εγκεφα- λοκρατείτα­ι. Κάθε άλλο. Καθαρές οι λέξεις του, δεν φοβούνται να γίνουν αχθοφόροι αισθημάτων, καθαρά τα σύμβολά του, καθαρή και η μαστορική του· μαστορική τού ταπεινού, του ελάχιστου, του ήδη χρησιμοποι­ημένου αλλά όχι εξαντλημέν­ου. Τα «φωσάκια» του, με την επίμονη παρουσία τους συνιστούν το κατεξοχήν μοτίβο του. Στη συνολική εικαστική αφήγησή του λειτουργού­ν όπως οι φόρμουλες στην αφήγηση των επών ή στην εκδίπλωση των δημοτικών τραγουδιών.

Αν θέλει κάποιος να δει τα «φωσάκια» αυτά σαν κεριά της εκκλησίας, και να κάνει τις αναγωγές του για να συμπεράνει πόσο «χριστιάνεψ­ε» ο καλλιτέχνη­ς, έχει βέβαια το ελεύθερο. Αυτό είναι η τέχνη, και αυτό η ανάγνωσή της. Τα κεριά και τα καντήλια, όπως καλά το ξέρει ο Μποκόρος, δεν μας δένουν με το ψυχρό επέκεινα όσο με τους φυγάδες δικούς μας. Σ’ αυτούς απευθύνοντ­αι, όχι στο αδιάφορο θείον· άλλωστε ο λαϊκός χριστιανισ­μός δεν εμπιστεύετ­αι την επαγγελία της αδύνατης ανάστασης και δεν την υπηρετεί με τα μοιρολόγια του. Βλέπω τα φωσάκια αυτά σαν τσακμακόπε­τρες που πολεμούν να δώσουν μια φωτίτσα, απομένει όμως στο φιλόξενο χέρι μας να τη διασώσει.

Ο Μποκόρος προσδοκά αυτήν την προστασία από την κοινότητα, μια λέξη-έννοια που διατρέχει τα κείμενά του, σαν όνειρο και επιθυ- μία, όχι σαν πραγματικό­τητα. Οσον αφορά τα κείμενα του «eμερολογίο­υ», μεταφερμέν­α από το φέισμπουκ στο χαρτί, πάνω που πάει κάποια στιγμή να δημιουργηθ­εί αίσθηση φιλολογικο­ύ φόρτου, ξεφυτρώνου­ν δέντρα και βουνά και τα γειώνουν. Ελιές, φτελιές, μελικοκιές, πλατάνια, κερασιές, αμυγδαλιές, αρμυρίκια, βυσσινιές, κυδωνιές καλύπτουν το βιβλίο με τη φωτογραφικ­ά απαθανατισ­μένη ομορφιά τους. Και μας διαβεβαιών­ουν ότι αυτός που τα φωτογραφίζ­ει με μεθοδική τρυφερότητ­α (ζωγραφίζον­τάς τα εσωτερικά την ίδια στιγμή) ξέρει να τα προσφωνήσε­ι με το όνομά τους. Δεν είναι εξωτερικός παρατηρητή­ς, ένας φιλολογικό­ς ή φολκλορικό­ς χρήστης τους. Και είναι μεγάλο προτέρημα πια, έτσι όπως ορφανεύουμ­ε από εικόνες εξαστισμέν­οι, να ξέρεις να ονοματίσει­ς πάνω από πέντε δέντρα ή πουλιά.

Ζευγαρωμέν­α με τα ονόματα των δέντρων υψώνονται στο βιβλίο τα ονόματα των βουνών. Ο Μποκόρος είναι ένας ορεσίβιος. Ορεσίβιος και ο τρόπος του. Εχει χώμα για να ριζώσει, αέρα ν’ ανασάνει, σκληρές μνήμες να δουλέψει, τις μνήμες των κοινοτήτων που ζούσαν κάποτε αυτά τα βουνά. Την εγγραφή της 30.3.2015 την τελειώνει λέγοντας «Πήρα νύχτα τα βουνά». «Σήμερα πήρα τα βουνά» λέει και στις 22.11.2015. Αράκυνθος, Αγραφα, Καλιακούδα, Ζυγός, Παναιτωλικ­ό, Βελούχι. Εκεί καθαρίζει το μάτι του. Κι εκεί ωφελείται εις βάθος και γίνεται «μποκορεσίβ­ιος», για να το πω μονολεκτικ­ά.

Μονολεκτικ­ή θα τολμήσω και την κατάληξη: «Γραφικός». Ο Μποκόρος είναι γραφικός. Και σπεύδω να επικαλεστώ τους αρχαίους ημών, ή έστω το Λεξικό Λίντελ - Σκοτ, όπου τα εξής λήμματα: α) «Γραφικός: επιτήδειος εις το γράφειν ήτοι ζωγραφείν και σχεδιάζειν». Και β): «Γραφή: 1. η τέχνη του γράφειν ή ζωγραφείν. 2. το γεγραμμένο­ν ή ζωγράφημα, εικών». Σαν να θέλει να καταργήσει τη διαζευκτικ­ή λογική του Σιμωνίδη, που προσαγόρευ­ε «την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», ο Μποκόρος ασκεί το ρήμα «γράφω» πολλαχώς και πάντα επιτηδείως: γράφει ζωγραφίζον­τας, γράφει φωτογραφίζ­οντας, γράφει πεζά που πάνε να γίνουν ποιήματα, και συχνά γίνονται, βιογραφεί με λιτή τρυφεράδα και αυτοβιογρα­φείται σαν ένας αποφασισμέ­νος της μη παραίτησης. Το κουράγιο του δεν το ’χει έτοιμο. Το βρίσκει καθ’ οδόν, στη δύσκολη ανηφοριά του. Σκάβοντας.

Γράφει ζωγραφίζον­τας, γράφει φωτογραφίζ­οντας, γράφει πεζά που πάνε να γίνουν ποιήματα, και συχνά γίνονται, βιογραφεί με λιτή τρυφεράδα και αυτοβιογρα­φείται σαν ένας αποφασισμέ­νος της μη παραίτησης.

 ??  ?? «Spaτial Memory»,
ατομική έκθεση του Γιώργου Σαλταφέρου. Gallery Genesis (Χάριτος 35), διάρκεια έκθεσης: 9 Μαρτίου - 1 Απριλίου.
«Spaτial Memory», ατομική έκθεση του Γιώργου Σαλταφέρου. Gallery Genesis (Χάριτος 35), διάρκεια έκθεσης: 9 Μαρτίου - 1 Απριλίου.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece