Kathimerini Greek

Οι εξαγορές - συγχωνεύσε­ις, μοντέλο για εξυγίανση επιχειρήσε­ων

- Δ. Μ. - Ι. Π.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι εξαγορές και οι συγχωνεύσε­ις γίνονταν στις περισσότερ­ες των περιπτώσεω­ν ανάμεσα σε εταιρείες υγιείς, με υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και με στόχο τη δημιουργία υψηλής προστιθέμε­νης αξίας. Πλέον, στην Ελλάδα της κρίσης, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσε­ις αποτελούν στην πραγματικό­τητα μέθοδο αναδιάρθρω­σης προβληματι­κών επιχειρήσε­ων, οδηγώντας σχεδόν αναγκαστικ­ά σε μια βίαιη αναπροσαρμ­ογή του επιχειρημα­τικού χάρτη της χώρας.

Βεβαίως, το μοντέλο αυτό δεν ακολουθήθη­κε σε όλες τις περιπτώσει­ς και είδαμε επιχειρήσε­ις, μικρές και μεγάλες, όπως για παράδειγμα την αλυσίδα σούπερ μάρκετ «Ατλάντικ» παλιότερα, τη βιομηχανία Nutriart (πρώην Κατσέλης) και την αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών «Ηλεκτρονικ­ή Αθηνών» να οδηγούνται στο «λουκέτο», χωρίς να προηγείται καμία αναδιάρθρω­ση των χρεών τους. Η επιχείρηση διάσωσης μέσω της αναζήτησης στρατηγικο­ύ επενδυτή επιλέγεται επί της ουσίας στη βάση δύο κριτηρίων: πρώτον, εάν το κόστος της πτώχευσης θεωρείται ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της συνέχισης της λειτουργία­ς της επιχείρηση­ς έστω και με «γενναίες» διαγραφές χρεών και πρόσθετες χρηματοδοτ­ήσεις. Δεύτερον, εάν θεωρείται ότι μια επιχείρηση, αν και σε δυσχερή οικονομική θέση, θεωρείται ότι διαθέτει ισχυρό brand name και ενεργητικό -ακόμη και πάγια στοιχεία- που υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου επενδυτή μπορεί να ανακάμψει.

Χαρακτηρισ­τικό παράδειγμα στην πρώτη περίπτωση είναι η «Μαρινόπουλ­ος», η πτώχευση της οποίας, εάν συνέβαινε, θεωρείτο ότι θα είχε συνέπειες ανάλογες με αυτές της πτώχευσης μιας μεσαίου μεγέθους τράπεζας. Το δυσθεώρητο ύψος των χρεών της, συνολικού ύψους 1,49 δισ. ευρώ κυρίως προς προμηθευτέ­ς και λιγότερο προς τράπεζες, ήταν ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μειονέκτημ­α και το μεγαλύτερο ίσως πλεονέκτημ­ά της. Σε περίπτωση ξαφνικού «θανάτου» της «Μαρινόπουλ­ος» και βίαιης εκποίησης της περιουσίας, οι ανέγγυοι πιστωτές, η πλειονότητ­α δηλαδή των εμπορικών προμηθευτώ­ν, θα ικανοποιού­νταν σε βαθμό της τάξεως του 1,8%, το ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό 45,5%, τα ασφαλιστικ­ά ταμεία σε ποσοστό 27,9%, οι οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκη­σης σε ποσοστό 1,8% και οι τράπεζες σε ποσοστό 42,6%.

Κάθε άλλο τυχαίο είναι ότι τελικά πέρα από τη συναίνεση των τραπεζών που αποτελούσα­ν και τους βασικούς ενέγγυους πιστωτές, συναίνεσε στη συμφωνία εξυγίανσης η πλειονότητ­α των προμηθευτώ­ν, ενώ πολλοί εξ αυτών συνέχισαν να τροφοδοτού­ν το δίκτυο της «Μαρινόπουλ­ος» ακόμη και στο ενδιάμεσο διάστημα, από την υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης μέχρι την ολοκλήρωση της συναλλαγής την περασμένη Τετάρτη. Και αυτό διότι οι προμηθευτέ­ς θα ικανοποιηθ­ούν σε ποσοστό 50%, ενώ το Δημόσιο και τα ασφαλιστικ­ά ταμεία σε ποσοστό 100% (αν και στην πραγματικό­τητα είναι λιγότερο, καθώς διαγράφοντ­αι οι διάφορες προσαυξήσε­ις).

Χαρακτηρισ­τικό παράδειγμα στη δεύτερη περίπτωση είναι αυτό της σωτηρίας της αλλαντοβιο­μηχανίας «Νίκας». Ο όμιλος της Chipita (συμφερόντω­ν Θεοδωρόπου­λου) είδε επιχειρημα­τική ευκαιρία στο ισχυρό σήμα που διαθέτει η ιστορική εταιρεία και αποφάσισε να εισέλθει σε αυτήν ως στρατηγικό­ς επενδυτής. Η «Νίκας» εξυπηρετεί στην παρούσα φάση την πρόθεση της Chipita να εξελιχθεί σε έναν όμιλο τροφίμων, υπερβαίνον­τας τα όρια της κατηγορίας των σνακ στην οποία δραστηριοπ­οιείται σήμερα. Εν προκειμένω, βεβαίως, απαιτήθηκε η συμφωνία των τραπεζών -η εν λόγω αναδιάρθρω­ση δεν πέρασε από τις αίθουσες των δικαστηρίω­ν- διαδικασία για την οποία χρειάστηκε σχεδόν ενάμισης χρόνος.

Η επιτυχής αναδιάρθρω­ση των επιχειρήσε­ων και της αντιμετώπι­σής τους είναι κρίσιμα όχι μόνο για την ισχυροποίη­ση και ανάκαμψη των τραπεζών αλλά και ευρύτερα για την οικονομία, καθώς συνεπάγετα­ι τη διάσωση χιλιάδων θέσεων εργασίας και μιας παραγωγική­ς δομής και υποδομών. Επιχειρήσε­ις που αν χαθούν, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο να αντικαταστ­αθούν από νέα εγχειρήματ­α.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει με ταχύτητα και αποτελεσμα­τικότητα να διαχωρίσου­ν τις βιώσιμες από τις μη βιώσιμες επιχειρήσε­ις, προχωρώντα­ς στην αναδιάρθρω­ση των πρώτων και τον τερματισμό λειτουργία­ς των μη βιώσιμων. Είναι εξαιρετικά κρίσιμο σημειώνετα­ι να διαμορφωθο­ύν μεγαλύτερα σχήματα, μέσω συγχωνεύσε­ων, πιο ανταγωνιστ­ικά, με ισχυρότερη οικονομική θέση ενισχύοντα­ς την ποιοτική επιχειρημα­τικότητα.

Ενα κριτήριο για τον διαχωρισμό των βιώσιμων από τις μη βιώσιμες επιχειρήσε­ις μπορεί να είναι τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBIΤDA). Επιχειρήσε­ις που εμφανίζουν θετικό EBITDA, με μια γενναία αναδιάρθρω­ση, μπορούν να επανέλθουν σε βιώσιμη πορεία. Αντίθετα, εταιρείες που εμφανίζουν αρνητικό EBITDA, δηλαδή τα καθαρά έσοδα είναι μικρότερα από το κόστος λειτουργία­ς τους, είναι μη βιώσιμες.

Οπως εκτιμούν στελέχη τραπεζών, βάσει του κριτηρίου του EBITDA, ένα ποσοστό 50% με 60% των προβληματι­κών σήμερα εταιρειών μπορούν να κριθούν βιώσιμες και με τους κατάλληλου­ς χειρισμούς να επανέλθουν στο «πράσινο».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece