Οι τελευταίες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα (κυρίως τα εμφράγματα και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια) αποτελούν την πιο συχνή αιτία νοσηρότητας και θνητότητας και στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλονται στην αθηροσκλήρυνση των αγγείων, μία διαδικασία εκφύλισης των αγγείων που οδηγεί σε στένωση του αυλού τους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης ΑΤΤΙΚΗ, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού της Αττικής, το 46% των ανδρών και το 40% των γυναικών εμφανίζει αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης, δηλαδή επίπεδα πάνω από 200mg/dl.
Η αθηροσκληρυντική διαδικασία συσχετίζεται με τους παράγοντες κινδύνου, ωστόσο οι πιο σημαντικοί παράγοντες παραμένουν το κάπνισμα, η υψηλή πίεση, ο διαβήτης και τα αυξημένα λιπίδια, κυρίως η αυξημένη χοληστερίνη.
Η χοληστερίνη ή χοληστερόλη είναι μία ουσία που σε μικρές ποσότητες είναι απαραίτητη για τη λειτουργία των κυττάρων, όταν όμως τα επίπεδά της αυξηθούν σημαντικά γίνεται επιβλαβής για τον οργανισμό, αφού κολλάει στα τοιχώματα των αγγείων και έτσι πυροδοτεί τη διαδικασία της αθηροσκλήρυνσης. Η κατανάλωση λιπαρών τροφών με αυξημένη περιεκτικότητα σε χοληστερίνη (προϊόντα κρέατος, πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά) έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη απορρόφηση της χοληστερίνης των τροφών και την αύξηση της χοληστερίνης στο αίμα.
Οι λιποπρωτεΐνες είναι τα σφαιρικά σωματίδια μέσω των οποίων η χοληστερίνη κυκλοφορεί στο αίμα. Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες τέτοιων σωματιδίων: Οι κακές (LDL) λιποπρωτεΐνες και οι καλές (HDL) λιποπρωτεΐνες. Η χοληστερίνη που υπάρχει στις κακές (LDL) λιποπρωτεΐνες, δηλαδή η LDL χοληστερίνη είναι η κακή χοληστερίνη, ενώ η χοληστερίνη που υπάρχει στις καλές (HDL) λιποπρωτεΐνες είναι η καλή (HDL) χοληστερίνη.
Συγκεκριμένα, τα LDL σωματίδια έχουν την ικανότητα να εναποθέτουν χοληστερίνη στα τοιχώματα των αγγείων με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η διαδικασία της αθηροσκλήρωσης των αγγείων που οδηγεί σε σημαντική στένωση του αυλού των αγγείων. Ανάλογα με τα όργανα των οποίων τα αγγεία στενεύουν υπάρχουν και οι αντίστοιχες κλινικές εκδηλώσεις. Ως αποτέλεσμα αθηροσκλήρωσης στα στεφανιαία αγγεία που αιματώνουν την καρδιά, είναι τα καρδιακά επεισόδια, τα οποία μπορεί να είναι από ένα οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μέχρι και αιφνίδιος θάνατος. Σε διαφορετική περίπτωση, η στένωση του αυλού των καρωτίδων, των αγγείων που αιματώνουν τον εγκέφαλο, οδηγούν σε αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Δεδομένου ότι η αύξηση της κακής (LDL) χοληστερίνης είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρδιακών επεισοδίων, επιβάλλεται η επιθετική μείωσή της και κυρίως σε άτομα που έχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρδιακή νόσο. Συγκεκριμένα, η κακή (LDL) χοληστερίνη επιβάλ- λεται να μειωθεί κάτω από 70mg/dl σε ασθενείς που έχουν ήδη εμφανίσει ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο (π.χ. ένα έμφραγμα ή ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), καθώς και σε άτομα με διαβήτη ή νεφρική νόσο, οι οποίοι επίσης είναι άτομα πολύ υψηλού κινδύνου. Σε αντίθετη περίπτωση, στα άτομα που δεν έχουν γνωστή καρδιοπάθεια, έχουν όμως πολλούς άλλους παράγοντες κινδύνου (όπως υψηλή πίεση, καπνίζουν, έχουν οικογενειακό ιστορικό καρδιοπάθειας, έχουν χαμηλή καλή (HDL) χοληστερίνη, κ.λ.π.) ή έχουν κληρονομική αύξηση της χοληστερίνης, η κακή χοληστερίνη πρέπει να μειωθεί κάτω από 100mg/ dl. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δίαιτα (δηλαδή η μείωση των ζωϊκών λιπών και συγκεκριμένα ο περιορισμός των γαλακτομικών προϊόντων και των προϊόντων κρέατος) βοηθά σημαντικά στη μείωση της χοληστερίνης. Στη μείωση της κακής χοληστερίνης συμβάλει επίσης η μείωση του σωματικού βάρους, η σωματική άσκηση, η κατανάλωση τροφών που είναι πλούσιες σε φυτικές ίνες (χόρτα, φρούτα, όσπρια, λαχανικά), καθώς και η κατανάλωση τροφών που είναι εμπλουτισμένες με φυτικές στερόλες (γάλα, γιαούρτι, μαργαρίνη).
Μέχρι στιγμής τα φάρμακα πρώτης επιλογής για τη μείωση της κακής χοληστερίνης είναι οι στατίνες, οι οποίες μειώνουν την LDL (κακή χοληστερίνη) και τα καρδιακά και εγκεφαλικά. Αξιοσημείωτο είναι ότι νέα, καινοτόμα φάρμακα, που μειώνουν τα επίπεδα της LDL (κακής) χοληστερίνης κατά περίπου 50% αναμένεται να μειώσουν τα καρδιακά επεισόδια και αποτελούν μια ελπίδα για την περαιτέρω μείωση των καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων.