Οι «μάχες» της Lettizia Battaglia
Η φωτορεπόρτερ που τόλμησε να ανοίξει πόλεμο με την ιταλική μαφία και να αναδείξει τη ζωή στον ιταλικό Νότο την περίοδο 1970 - 2000
Παιδιά, νεαρές πόρνες, δολοφονημένοι πολίτες, δικαστές, δημοσιογράφοι, ό,τι αντιστέκεται ποδοπατείται. Η μαφία είναι γάγγραινα. Η Μπατάλια δίνει και εκεί τη μάχη της για να επιβιώσει σε έναν αμιγώς αντρικό χώρο.
Σε ένα στενό δρομάκι, λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο της Ρώμης, με εύκολη πρόσβαση μέσω τραμ, στην οδό Guido Reni κρύβεται ένας αρχιτεκτονικός θησαυρός. Το μουσείο MAXXI είναι ένας νεόδμητος ναός για τη σύγχρονη τέχνη και την αρχιτεκτονική που εγκαινιάστηκε το 1998 και σχεδιάστηκε από την περίφημη αρχιτέκτονα και εκλιπούσα πλέον Ζάχα Χαντίντ. Ο έρωτας με τον χώρο, όχι μόνον το κτιριακό συγκρότημα αλλά και τον προαύλιο, είναι κεραυνοβόλος. Η μελέτη εμπεριέχει το πάντρεμα της σύγχρονης μουσειακής ανάδειξης και τη φιλοξενία ανθρώπων όλων των ηλικιών. Είναι εντυπωσιακό πώς τα μικρά παιδιά έκαναν πατίνια, ποδήλατο, ρόλερ έξω από το μουσείο, με τις μαμάδες να απολαμβάνουν τον ήλιο υπό την επίβλεψη του μότο του μουσείου «more than meets the eye» (περισσότερα απ’ όσα μπορεί να δει το μάτι).
Τίποτα, όμως, από τον εξωτερικό περίγυρο δεν μπορούσε να μας προετοιμάσει για την έκθεση που φιλοξενεί το ιταλικό μουσείο στον πρώτο όροφο. Μια έκθεση φωτογραφίας, μιας γυναίκας φωτορεπόρτερ στη Σικελία που τόλμησε να τα βάλει με τη μαφία. Μέσα από τις εικόνες της βλέπει κανείς τη ζωή από το 1970 μέχρι το 2000 στον περίφημο ιταλικό Νότο. Κάπως έτσι περιγράφεται η έκθεση στον διαδικτυακό κατάλογο. Η πραγματικότητα όμως υπερβαίνει κατά πολύ αυτή την αναφορά.
Γεννημένη στη Σικελία στις 5 Μαρτίου 1935, έμελλε να ταυτίσει το όνομά της με το κυνήγι της μαφίας. Σε αυτό το κορίτσι, ετών 82 σήμερα, γιορτάζει το μουσείο Maxxi τα δικά του 20 παρά κάτι χρόνια, στήνοντας μια συγκλονιστική αναδρομική έκθεση με πάνω από 200 φωτογραφίες, ντοκουμέντα, άρθρα, επιστολές και βίντεο που μιλούν για τη ζωή και το έργο της Λετίτσια Μπατάλια, με τον τίτλο «Μόνο για το πάθος».
Η Λετίτσια γεννήθηκε στη Σικελία και μετακόμισε με τον πατέρα της που ήταν στο Ναυτικό στη Νάπολη, στη Τσιβιταβέκια και στην Τεργέστη. Εκεί έζησε δέκα πολύ ευτυχισμένα χρόνια, αλλά κάπου εκεί αναγκάζεται να επιστρέψει στο Παλέρμο, μια πόλη πολύ διαφορετική από ό,τι είχε συνηθίσει. Παρότι γεννημένη εκεί, δεν αισθάνεται ότι επιστρέφει σπίτι. Εκείνη θυμάται ότι «στην Τεργέστη ήμουν ελεύθερη να κυκλοφορώ στους δρόμους με το ποδήλατο, ενώ στο Παλέρμο από τις πρώτες μέρες αισθάνθηκα διαφορετικό το βλέμμα των ανδρών και άρχισαν αμέσως να με πειράζουν. Αυτό ήταν αρκετό για να με κλείσει ο πατέρας μου στο σπίτι. Ηταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι έχανα την ελευθερία μου».
Φοιτά σε ένα καθολικό σχολείο θηλέων, εκεί όπου φοιτούσε η προνομιούχα τάξη, αποφεύγοντας κάθε συναναστροφή με την κοινωνία. Στα 15 της όμως, μέσα από μια δύσκολη οικογενειακή συνθήκη, το σκάει και ξεκινάει να δουλεύει για λίγο στην εφημερίδα L’ Ora, μια εφημερίδα που έμελλε να ταυτιστεί τελικά με τη ζωή της. Εγκαταλείπει στα 16 της την εργασία για έναν καλό γάμο, με στόχο να απελευθερωθεί από τον πατέρα της. Η ίδια λέει ότι «σκέφτηκα να παντρευτώ, γιατί γνώρισα έναν άνδρα που με ερωτεύτηκε και μου υποσχέθηκε τον κόσμο».
Εκανε μαζί του τρεις κόρες, αλλά συνειδητοποίησε από νωρίς ότι ο κόσμος που της προσέφερε ήταν ο κόσμος της καλής κοινωνίας, εκεί όπου οι γυναίκες μεγαλώνουν τα παιδιά τους και ζουν εντός του σπιτιού χαρούμενες, χωρίς άλλες επιθυμίες. Περνώντας τα χρόνια, αυτός ο νέος εγκλωβισμός τής δημιούργησε προβλήματα υγείας και ήρθε σε επαφή με τον Ιταλό ψυχαναλυτή Φρανσέσκο Κοράο, που της άλλαξε τη ζωή. Εκεί γύρω στα 37 της χρόνια η Λετίτσια Μπατάλια δίνει άλλη μια μάχη ανεξαρτησίας, αυτήν τη φορά παίρνοντας μια κάμερα στα χέρια, εγκαταλείποντας τον σύζυγο και χτυπώντας πάλι την πόρτα της εφημερίδας L’ Ora. Ολα αυτά τα χρόνια, ενώ στο σπίτι της πάλευε να ανασάνει, ολόκληρη η κοινωνία του Παλέρμο ασφυκτιούσε κυριολεκτικά από τον πόλεμο που είχε εξαπολύσει η μαφία απέναντι σε κάθε υγιές κύτ- της κοινωνίας. Η Λετίτσια είχε βρει έναν πραγματικό εχθρό.
Συναντάει τον φωτογράφο Σάντι Καλέκα και έτσι ανακαλύπτει τη φωτογραφία. Η ίδια αισθανόταν πολύ άσχημα που δεν της είχε επιτραπεί να σπουδάσει. Είχε όμως αποφασίσει να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και με μια Olympus στον ώμο, δώρο από τον φίλο της Μαρλιού Μπαλσάμο, για να πάνε να δούνε στο ηλιόλουστο Λονδίνο τους Beatles, αποκτά ένα όπλο. Εκείνη την εποχή, για να συντηρήσει τις κόρες της, δουλεύει για δύο πολύ αντίθετες εφημερίδες που ανήκουν όμως στον ίδιο εκδότη. Από τη μια, στη σκανδαλοθηρική L’ora, η οποία επιθυμεί να προβάλλει την απατηλή λάμψη της ζωής των πλουσίων της βόρειας Ιταλίας, και, από την άλλη, στην κουλτουριάρικη ABC, για την οποία «πουλάει» κοινωνικά θέματα.