Αυτό το βιβλίο είναι το τελευταίο
Προδημοσίευση από το σύγγραμμα του Μίκη Θεοδωράκη
«Ο πατέρας μου, που τον ενδιέφερε η αστρονομία, αν και ήμουν πολύ μικρός, επέμενε να μου μιλά για τα ουράνια σώματα...».
Aνεξάρτητα από το αν συμφωνεί κάποιος με τις πολιτικές τοποθετήσεις του Μίκη Θεοδωράκη, ελάχιστοι αμφισβητούν ότι πρόκειται για έναν σπουδαίο μουσουργό αλλά και για έναν άνθρωπο με ενεργή συμμετοχή στα κοινά εδώ και περίπου επτά δεκαετίες. Το βιβλίο του «Μονόλογοι στο Λυκαυγές», που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα από τις εκδόσεις «Ianos» και περιλαμβάνει άρθρα, ομιλίες, ιστορικές ανασκοπήσεις κ.ά., αποτελεί μία σύνθεση στοιχείων από όλες τις πτυχές της πολυσχιδούς προσωπικότητάς του: τα θεωρητικά σχόλια εναλλάσσονται με τις προσωπικές εξομολογήσεις και οι αναφορές στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας με προτάσεις για τη μελλοντική πορεία της.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο!», υπογραμμίζει στον επίλογο ο μεγάλος μας συνθέτης. Και συνεχίζει: «Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να γράφω μουσική. Γιατί και τη μουσική την έγραφα, μόνο που αντί για λέξεις έγραφα μουσικούς φθόγγους. Μπορεί άραγε αυτός που χτυπά πλήκτρα να νιώθει την ίδια μέθη, τον ίδιο ίλιγγο με μας που κρατούσαμε πένα με μελάνι είτε μολύβι που κάθε τόσο το ξύναμε για να πάρουμε μιαν ανάσα, μια πνοή ικανοποίησης για το έργο μας, που εκείνη τη στιγ- μή το θεωρούσαμε μοναδικό!».
Αντί «αποχαιρετισμού», ο συγγραφέας και μουσικός συνοψίζει τις πολιτικές θέσεις και τις φιλοσοφικές θεωρίες του, ενώ παράλληλα ανατρέχει στα γεγονότα που τον διαμόρφωσαν στα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Αφήνει, έτσι, να διαφανεί η διαδικασία, μέσω της οποίας ένα παιδί με ανήσυχο πνεύμα ανακάλυψε το σύμπαν της μουσικής, των άστρων και των μεγάλων ιδεών! Ενα ακόμα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου από τα 1925 έως τα 1930 τα έζησα στη Λέσβο. Το σπίτι μας ήταν πλάι στη θάλασσα και τα βράδια συνηθίζαμε να κοιμόμαστε στο ύπαιθρο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ο πατέρας μου, που τον ενδιέφερε η αστρονομία, αν και ήμουν πολύ μικρός, επέμενε να μου μιλά για τα ουράνια σώματα, τους αστερισμούς και τους γαλαξίες, έτσι που τελικά ο ουράνιος θόλος να χαραχτεί βαθιά μες στην ψυχή μου και να γίνει αναπόσπαστο μέρος του θυμικού και στη συνέχεια του πνευματικού μου κόσμου. Ετσι, ο χάρτης με τον Γαλαξία του μουσικού μου έργου θα πρέπει να θεωρηθεί ως η αντανάκλαση εκείνου που χαράχτηκε στην παιδική μου ψυχή και που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν για μένα μια απλή εικόνα με άστρα, αλλά κάτι το πολύ βαθύτερο που έφτανε στα μύχια του εαυτού μου, που με αναστάτωνε».
Ακολούθησε η περίοδος της ξένης κατοχής (1941-44). «Ηταν τότε μια εποχή που άρχιζα να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ μέσα στη μουσική», γράφει. «Την άνοιξη του 1941 μπήκαν τα ξένα στρατεύματα, Γερμανοί και Ιταλοί, στη μικρή μας πόλη, την Τρίπολη, στο κέντρο της Πελοποννήσου. Η Ελλάδα εισήρχετο στη Μεγάλη Νύχτα και μαζί της κι εγώ. Αποκομμένος από την Αθήνα, όπου υπήρχαν τα μεγάλα ωδεία για να σπουδάσει κανείς, ήμουν υποχρεωμένος να ανακαλύπτω μόνος μου με μόνη βοήθεια το βιολί μου τη θεωρία και τους νόμους της μουσικής. Παράλληλα υπήρχαν τα βιβλία από τα οποία τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκαναν οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές και φιλόσοφοι, καθώς και οι Νεοέλληνες ποιητές (Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης, Ρίτσος)... Ετσι ανακάλυψα εντελώς μόνος τις μουσικές κλίμακες και τις αρμονίες της μουσικής, γεγονός που μου προκαλούσε ένα περίεργο συναίσθημα, λες και δημιουργούσα ο ίδιος έναν δικό μου κόσμο, μια και ώς τότε η ύπαρξη και τα έργα των μεγάλων συνθετών μού ήταν άγνωστα.