Από τις ανοικτές πόρτες στους γκρεμισμένους τοίχους
Τότε ξεκινούν όλες οι εταιρείες πληροφορικής που κυριαρχούν ακόμη και σήμερα, οι τράπεζες αποκτούν στελέχη με σύγχρονες γνώσεις, ενώ στήνονται επιχειρήσεις που εκτοπίζουν τις αντίστοιχες ξένες.
Στα εικοσι ένα του χρόνια, μπήκε στο μικρό γραφείο, όπου βρίσκονταν μια ευσεβής κυρία, με παιγνιώδες χαμόγελο, κι ένας αρκετά νεότερος άνδρας με περιπαικτικό βλέμμα. Του είχαν πει να ζητήσει τον Γιώργο Θαλάσση, όχι τον Μικρό Ηρωα. Παρέδωσε το χειρόγραφο λέγοντας ότι επιθυμεί να εκδοθεί σύντομα, αλλά όχι ιδίοις αναλώμασι. Ηταν ο τέταρτος εκδοτικός οίκος που το παρέδιδε, το προπύργιο του συντηρητισμού, η στέγη των σύγχρονων κλασικών, εκείνων που επάνδρωναν την Ακαδημία κι εκείνων που διδάσκονταν στα σχολεία. Η στέγη εκείνων που του προκαλούσαν ανία, αν όχι αποστροφή, δύο συναισθήματα που ο χρόνος μεταμόρφωσε πλήρως. Ο νεότερος πεζογράφος στη σειρά θα πρέπει να είχε γεννηθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε ακουστεί πως σκέφτονταν να εκδώσουν και νέους, αλλά ήξερε ότι δεν είχε ελπίδα.
Ενα μήνα αργότερα έλαβε τηλεφώνημα ότι το μυθιστόρημά του επρόκειτο να εκδοθεί από την Εστία. Ενιωσε αμηχανία, χαρά, ντροπή, απόρησε, ωστόσο δεν του πέρασε από το μυαλό ότι εκείνη την ώρα συμμετείχε κι αυτός στη μεταμόρφωση της Ελλάδας, την αυγή της δεκαετίας του ’80.
Την ίδια ώρα, αντίστοιχη εμπειρία είχαν και μια πλειάδα νέων από όλες τις φιλοδοξίες. Από τους πεζογράφους πολλοί -όπουλοι (Τατσόπουλος, Ραπτόπουλος, Σωτηροπούλου, Βακαλόπουλος κ.λπ.) και λιγότεροι -άκηδες (Σφακιανάκης, Μπαμπασάκης κ.λπ.), ενώ οι ποιητές επέδειξαν πλουσιότερη παλέτα επωνύμων (π.χ. Καψάλης, Βλαβιανός, Γκιμοσούλης, Χατζόπουλος, Λάγιος, Κοροπούλης). Μαζί εμφανίζονται και νέοι εκδότες, αλλά και έντυπα νεωτερικά, όπως η «Οδός Πανός», το «Τέταρτο», τα «Πρόσωπα», η «Βαβέλ» (εισάγει πολλά Μ-: Μανάρα, Μπιλάλ, Μόμπιους) και «Παραπέντε» (εισάγει τον Αρκά, φτάνει).
Η προηγούμενη δεκαετία, από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και μετά, είχε περάσει με μισοπατημένο το πλήκτρο FF κασετοφώνου, δηλαδή με πνιχτούς ήχους από ερπύστριες, ιαχές, τραγούδια με το χαρακτηριστικό μπουζούκι σε ρυθμό Θεοδωράκη, συνθήματα, όλα δυσδιάκριτα στην ταχύτητα της ροής. Η διάθεση για μια διαφορετική χώρα είναι διάχυτη, κι ενώ δεν υπάρχει κοινό όραμα, υπάρχει μια ασφάλεια ότι η ένταξη στην ΕΟΚ ανοίγει ορίζοντες. Η συντριπτική πλειονότητα συμφωνεί ότι θέλει κάτι άλλο από την γκρίζα, υποκριτική, απομονωτική Ελλάδα της χούντας. Γι’ αυτό και ανοίγει τις πόρτες.
Τις ανοικτές πόρτες που βρήκαν οι νέοι καλλιτέχνες της περιόδου τις είδαν και νέοι από κάθε λογής στάδιο. Για πρώτη φορά τα Ελληνόπουλα που σπουδάζουν στο εξωτερικό, και επίσης για πρώτη φορά όχι τόσο στη Γερμανία και τη Γαλλία, αλλά στις αγγλόφωνες χώρες, επιλέγουν να επιστρέψουν στη χώρα τους, αντί να σταδιοδρομήσουν στο εξωτερικό. Και αυτήν τη φορά δεν είναι μόνο γιατροί και δικηγόροι, αλλά κυρίως μηχανικοί και οικονομολόγοι. Ετσι βλέπουμε να ξεκινούν, χωρίς κεφάλαιο και γνωριμίες, όλες οι εταιρείες πληροφορικής που ακόμη και σήμερα κυριαρχούν στη χώρα. Οι τράπεζες αποκτούν στελέχη φιλόδοξα και με σύγχρονες γνώσεις που από μαυσωλεία υπαλλήλων τις κατέστησαν την επόμενη δεκαετία αντάξιες των ξένων. Στήνονται αρκετές επιχειρήσεις που εκτοπίζουν τις αντίστοιχες ξένες που δέσποζαν στη χώρα επί δεκαετίες.
Φυσικά δεν επιτυγχάνουν όλοι, η στατιστική είναι στατιστική, αλλά για αρκετά χρόνια κι αυτές οι επιχειρήσεις δημιουργούν προοπτικές για την επόμενη γενιά. Ούτε βέβαια ξέρουμε αν θα είχαμε το ίδιο απο- τέλεσμα εάν δεν υπήρχαν τα χρήματα της ΕΟΚ και η παγκόσμια απελευθέρωση του εμπορίου, που αποκλιμάκωσε τον πληθωρισμό κι επέτρεψε να πέσουν τα επιτόκια και να κυκλοφορήσει το χρήμα.
Για να επιστρέψουμε σε εκείνους τους εικοσάχρονους πεζογράφους, τα δύο κοινά χαρακτηριστικά τους ήταν ότι, πρώτον, θέλησαν να σταδιοδρομήσουν στη γραφή, όπως οι συνάδελφοί τους στον προηγμένο κόσμο, όχι σαν ερασιτέχνες που στη σχόλη τους δοκιμάζουν την τύχη τους κι ο χρόνος ποτέ δεν τους φτάνει. Δεύτερον, θέλησαν να μιλήσουν για το παρόν. Στο σχολείο, στα χρόνια της χούντας, άκουγαν μόνο για το ένδοξο παρελθόν, η λογοτεχνία σταματούσε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη Μεταπολίτευση, βγήκαν ξανά στην επιφάνεια οι απαγορευμένοι, ο Εμφύλιος, η μοίρα της Αριστεράς, και ήρθαν σαν ωστικό κύμα και μαζί εκκωφαντικό. Δεν υπήρχε χώρος για το παρόν, οι πονεμένοι άνθρωποι ήθελαν να μιλήσουν, να επιβεβαιώσουν ότι επέζησαν, να ει- σπράξουν και το κοινό ήθελε να ακούσει, να εκπλαγεί, να νιώσει τύψεις και συμπάθεια.
Οι εικοσάχρονοι δεν έβλεπαν τον εαυτό τους σε αυτό τον κόσμο. Δεν ήθελαν να αναλωθούν στην προγονολαγνεία και το μοιρολόι. Ας μην ξεχνάμε ότι, λόγω ηλικίας, δεν είχαν και τίποτα να επιδείξουν, ούτε εξορίες, ούτε βασανιστήρια, ούτε πολέμους. Αλλαξαν, λοιπόν, ολοκληρωτικά τη θεματολογία.
Δυστυχώς η πρώτη τους επιδίωξη, ακόμη και για τους εμπορικά πιο επιτυχημένους, δεν τελεσφόρησε. Η μικρή γλώσσα, το μικρό κοινό κι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου της χώρας έδωσαν σε ελάχιστους τη δυνατότητα να αφοσιωθούν στο έργο τους απερίσπαστοι.
Το τι κόμισαν στην τέχνη θα το κρίνουν άλλοι, απλώς οι ίδιοι πρέπει να νιώθουν τυχεροί που βρέθηκαν τότε σε αυτή την ηλικία, σε αυτή τη χώρα. Μια κοινωνία που διψάει για αλλαγή δίνει πάντα ευκαιρίες. Ετσι, πιθανώς θα νιώθουν στο μέλλον και οι σημερινοί δημιουργικοί έφηβοι που μεγαλώνουν σε μια χώρα που δεν έχει καν πόρτες, αλλά ούτε και τοίχους.