Ο Χόπερ της πόλης και της εξοχής
«Εμπότιζε» τους πίνακές του, με τρόπο συγκλονιστικό, με τα συναισθήματα που του προκαλούσε κάθε ερέθισμα.
Είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραστατικούς Αμερικανούς ζωγράφους και εξακολουθεί να συγκινεί με τα έργα του – και όχι μόνο τους συμπατριώτες του. Είμαι σίγουρη ότι, όπως εγώ, πολλοί ήταν εκείνοι που περνούν το κατώφλι της Royal Academy για να δουν τους πίνακες του Εντουαρντ Χόπερ, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην έκθεση. Είναι μόνο δύο, αλλά αντιπροσωπευτικοί του εικαστικού σύμπαντός του: «Νew York Movie» (μια εικόνα από την καθημερινότητα της αμερικανικής μητρόπολης, του 1939) και «Gas» (στιγμιότυπο από έναν επαρχιακό δρόμο, του 1940). Αποδεικνύουν ότι ο Χόπερ αγαπούσε εξίσου τη ζωή στην πόλη και τους ανοιχτούς ορίζοντες της αμερικανικής υπαίθρου. Με τη σύζυγό του, Τζο, μοίραζαν τον χρόνο τους ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και στην εξοχή. Ετσι μοίραζε και τα θέματά του. Τι επέλεγε να αφηγηθεί στον καμβά; Οτιδήποτε έβλεπε να συμβαίνει γύρω του. Και γιατί αυτή η ρεαλιστική απεικόνιση συνιστά τέχνη και δη σημαντική; Γιατί «εμπότιζε» τους πίνακές του, με τρόπο συγκλονιστικό, με τα συναισθήματα που του προκαλούσε κάθε ερέθισμα: «Αυτά που αν μπορούσα να τα περιγράψω με λόγια, δεν θα χρειαζόταν να τα ζωγραφίσω», όπως έλεγε ο ίδιος.
Ομως, αφού τα «Νew York Movie» και «Gas» εντάσσονται στο πλαίσιο μιας δύσκολης για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεκαετίας, αξίζει να δούμε τι συνέβαινε στη ζωή του ίδιου του ζωγράφου εκείνα τα χρόνια. Επειτα από μακρά περίοδο αμφισβήτησης και αποτυχιών (το 1920, στην πρώτη του ατομική έκθεση, κανένα από τα έργα δεν είχε πωληθεί), είχε αρχίσει να απολαμβάνει την αναγνώριση κοινού και κριτικών.
Το 1929, χρονιά του Κραχ, το «House by the Railroad» ήταν το πρώτο έργο του που μπήκε στη μόνιμη συλλογή του ΜοΜΑ (το οποίο, το 1933, θα φιλοξενούσε και μια μεγάλη ρετροσπεκτίβα του). Αλλα μουσεία, όπως το Γουίτνεϊ και το ΜΕΤ, είχαν επίσης αρχίσει να αγοράζουν –έναντι χιλιάδων δολαρίων– πίνακές του. Κι εκείνος παρέμενε απίστευτα δημιουργικός. Ομως αυτή η «άνοιξη» δεν διήρκεσε πολύ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 ήταν ολοένα και λιγότερο παραγωγικός. «Μακάρι να μπορούσα να ζωγραφίζω περισσότερο», έλεγε. «Βαρέθηκα να διαβάζω και να πηγαίνω σινεμά...».