«Μαθαίνοντας την Αθήνα»... αλλιώς
Η «Κ» επισκέπτεται διάφορα σημεία της πρωτεύουσας όπου παρουσιάζονται εκθέματα και δράσεις της documenta 14. Στη φωτογραφία, η είσοδος του εκθεσιακού χώρου στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, με ζωγραφική της Νίλιμα Σικ.
Μιατόσο μεγάλη και απλωμένη έκθεση όσο η documenta 14 της Αθήνας, με τους 45 χώρους και τους 160 και πλέον καλλιτέχνες, έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Μεταφορικά, μοιάζει σαν να έχεις μοιράσει τα χαρτιά μιας τράπουλας σε ολόκληρη την πόλη και ανάλογα με αυτά που θα δεις και θα κρατήσεις στα χέρια σου, κατανοείς τη φύση και τους σκοπούς του παιχνιδιού. Στις περφόρμανς και σε μέρη όπου παρουσιάζεται αποκλειστικά μία δράση ή ένας καλλιτέχνης (συνεπώς μπαίνεις στον κόπο να πας για να δεις ένα μονάχα πράγμα), μπορεί και να απογοητευτείς, γιατί τραβάς ένα φύλλο. Προσωπικά, προτίμησα μέσα σε μία ημέρα να δω τις τέσσερις μεγαλύτερες ομάδες έργων, οι οποίες συγκεντρώνονται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στους υπόγειους χώρους του Ωδείου Αθηνών, στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς και στο Εργοστάσιο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Το δρομολόγιο στον ζωτικό πυρήνα της έκθεσης μου πήρε γύρω στις πέντε ώρες. Το μυαλό κατακλύστηκε από εκατοντάδες εικόνες εγκαταστάσεων, βίντεο, ζωγραφικής και γλυπτικής. Η δε παρουσία χιλιάδων ξένων συλλεκτών, δημοσιογράφων, κριτικών, καλλιτεχνών, φιλότεχνων μου δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι βρίσκομαι στο εξωτερικό και όχι στην Αθήνα, σαν να μου συνέβη ένας –ευχάριστος και σίγουρα πρόσκαιρος– ψυχικός αποπροσανατολισμός. Ενα ταξίδι, χωρίς να κουνηθώ. Depaysant λένε οι Γάλλοι αυτό το συναίσθημα, που δεν μεταφράζεται στα ελληνικά.
Μερικές πρώτες εντυπώσεις συνοπτικά: η έκθεση –που παρόμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί στη χώρα– λειτουργεί για τους θεατές της σαν ένα τεράστιο ταχύρρυθμο φροντιστήριο contemporary. Είτε σου αρέσουν κάποια από τα έργα είτε όχι, είτε τα κατανοείς είτε όχι, αντιλαμβάνεσαι την πολυπρισματικότητα, την περιπλοκότητα, τη δυσεξήγητη φύση της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας που έχει πλέον ξεφύγει αρκετά από την κυριαρχία της καθαρής μορφής (τα balloon dogs του Τζεφ Κουνς και τους καρχαρίες του Ντάμιεν Χερστ) για να καταφύγει σε μικρότερα θραύσματα, όπως το μπόλικο αρχειακό υλικό από το παρελθόν που παρουσιαζόταν σε διάφορα τραπέζια-βιτρίνες. Συνεπώς είναι μάλλον ένα μάθημα για εμάς παρά από εμάς, όπως υπαινισσόταν ο τίτλος «Learning from Athens».
Οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν είναι τόσο γνωστοί ούτε στους ειδήμονες. Στο επιμελητικό κοκτέιλ των 160 συμμετεχόντων θα βρείτε περίπου 25 Ελληνες (πολλοί εκ των οποίων έχουν πεθάνει). Θα αναρωτηθεί κανείς τι έκαναν τα μέλη της ομάδας των επιμελητών που έζησαν στην Αθήνα τρία χρόνια για να ετοιμάσουν την έκθεση, αν όχι να διαλέξουν περισσότερους δημιουργούς που έχουν ζήσει την κρίση στο πετσί τους. Η απάντηση βρίσκεται στους χώρους που επελέγησαν ως κελύφη της documenta και δίνουν στην έκθεση μια μοναδική φυσιογνωμία διότι διαπλέκεται με την πόλη. Επίσης στο γεγονός ότι ήρθαν ξένοι καλλιτέχνες εδώ και έκαναν έργα επηρεασμένα από την αθηναϊκή ατμόσφαιρα.
Τέλος, υπάρχει –ευτυχώς– μια διάσταση ανάμεσα στον αριστερόστροφο καταγγελτικό επιμελητικό λόγο και τα έργα των καλλιτεχνών. Η documenta είναι πολύ μεγάλη για να στριμωχτεί στη φαντασίωση που είχαν ορισμένοι πως η Ελλάδα είναι ο ιδανικός τόπος για να αρχίσει μια επανάσταση ενάντια στον ρουν του σύγχρονου κόσμου.