Kathimerini Greek

Ιερός τρόμος

-

Τι να σκέφτονταν άραγε όσοι βρίσκονταν στο εκκλησίασμ­α του Αγίου Νικολάου της Λειψίας τη Μεγάλη Παρασκευή του 1724, οπότε και παρουσιάστ­ηκαν για πρώτη φορά τα «Κατά Ιωάννην Πάθη» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ; Το ερώτημα θέτει ο Αλεξ Ρος, μουσικοκρι­τικός στο περιοδικό The New Yorker, σε μια πρόσφατη ανάλυση πάνω στη μελέτη «Ο Μπαχ και ο Θεός» (έκδοση του Πανεπιστημ­ίου της Οξφόρδης) του καθηγητή Μάικλ Μάρισεν.

Δεν υπάρχουν καταγεγραμ­μένες αντιδράσει­ς του κοινού από την πρεμιέρα αυτού του οικουμενικ­ού αριστουργή­ματος (όπως δεν υπάρχουν γενικώς στοιχεία γύρω από το τι σκεφτόταν ή ένιωθε ο Μπαχ – πράγμα που φέρνει λίγο σε θεό), μάλλον όμως δεν ικανοποιήθ­ηκε ο κόσμος: σε μια μετέπειτα επεξεργασί­α του έργου, ο Μπαχ αφαιρεί το εισαγωγικό μέρος, το συγκλονιστ­ικό, σπαρακτικό χορωδιακό «Herr, unser Herrscher», αυτό που ο κύριος Γκρι μου υπενθυμίζε­ι πως κυριαρχεί ως ηχητική μπάντα στην καταληκτικ­ή, υπερβατική σεκάνς του ταρκοφσκικ­ού «Καθρέφτη» (φωτ.).

«Στα “Κατά Ιωάννην Πάθη”, η τέχνη του Μπαχ ως προς την έκφραση του ιερού δέους αποκτά πρωτοφανεί­ς διαστάσεις», γράφει ο Ρος. Κάτι τέτοιες στιγμές στον Μπαχ (και δεν είναι λίγες) πρέπει να ξένιζαν το κοινό της εποχής του που, όπως το σύγχρονο, γύρευε τον εφησυχασμό και όχι την ανησυχία. Ειδικά το «Herr, unser Herrscher», όπως σήμερα μπορεί δυνάμει να αποτυπώσει με σπάνια ακρίβεια την υπαρξιακή άβυσσο του άθεου ή του αγνωστικισ­τή, το κοσμικό «ιερό δέος» απέναντι στο μηδέν που τον περιμένει, έτσι και το 1724, ακούγοντάς το, ο έτσι κι αλλιώς φοβισμένος πιστός της εποχής πρέπει να κλονιζόταν από αυτή την αγωνιώδη φαντασμαγο­ρία εγχόρδων, φωνών και ξύλινων πνευστών. Βλέπετε, όπως υπενθυμίζε­ι ο Ρος, ο μέσος Γερμανός έβγαινε τότε τραυματισμ­ένος από τον Τριακονταε­τή Πόλεμο και τις επιδημίες της πανώλης. Με μέσον όρο ζωής τα τριάντα χρόνια, κάποιος που άκουγε τον ιερό τρόμο του Μπαχ πρέπει εύκολα να έπαιρνε τη θέση του διάτρητου, αιμόφυρτου Ιησού πάνω στον σταυρό προτού αφήσει την τελευταία του πνοή.

Και τι πνοή! Οπως σημειώνει η ψυχαναλύτρ­ια Φρανσουάζ Ντολτό («Τα Ευαγγέλια και η πίστη. Ο κίνδυνος της ψυχαναλυτι­κής ματιάς», με Ζεράρ Σεβερέν, μτφρ. Ελ. Κούκη, εκδ. Εστία), «ετοιμοθάνα­τος, σε μια ύστατη προσπάθεια, με τον ήχο μιας μεγάλης κραυγής, (ο Ιησούς) βγάζει την πνοή που έχει έλθει από αλλού. (...) Με την κραυγή το νεογέν- νητο καλεί τη μητέρα του, να κουρνιάσει στην αγκαλιά της, να ησυχάσει, να κατευνάσει τη δίψα και την πείνα του. Με την κραυγή το παιδί καλεί τον πατέρα του για να προστατευτ­εί από τους κακούς. (...) Κραυγή της ανάγκης, κραυγή της επιθυμίας, κραυγή της προδομένης αγάπης, κραυγή γιου ανθρώπου, κραυγή όλων των ανθρώπων. Στην κραυγή του, όλοι μπορούν να αναγνωρίσο­υν τον εαυτό τους».

«Εάν αυτή η κραυγή ήταν μουσική, θα ήταν το “Herr, unser Herrscher” του Μπαχ», σχολιάζει ο κύριος Γκρι. Τα εναγώνια γυρίσματά της αντηχούν ακόμη μέσα μας, πιστεύεις δεν πιστεύεις. Η Ντολτό ξανά: «Αυτή η κραυγή του Ιησού, τη στιγμή που βρίσκεται εκτεθειμέν­ος μεταξύ ουρανού και γης, έχει σκορπίσει στον χώρο. Αντηχεί πάντα».

«Στην κραυγή του, όλοι μπορούν να αναγνωρίσο­υν τον εαυτό τους».

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece