«Το θέατρο είναι το οξυγόνο μου»
Πέρασε στη Νομική Αθηνών, έπιασε σπίτι στα Πατήσια με φίλη συμπατριώτισσά της που ακολούθησε την Ιατρική, «αλλά το μυαλό μου ήταν στο θέατρο. Τον επόμενο χρόνο έδωσα εξετάσεις στον Κουν. Τι θα μας πείτε; ρώτησε. Είχα ετοιμάσει τη Λαίδη Αννα από τον Ριχάρδο Γ΄, εκεί που της τα ρίχνει ενώ λίγο πριν της έχει σκοτώσει τον άντρα. Επίσης ένα ποίημα του Καβάφη. “Μήπως έχετε και κάτι από κωμωδία;” με ρώτησε χαμογελώντας. Κοκάλωσα. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό. Πού να ήξερα ότι από κωμωδία θα έκανα καριέρα. Εγώ ήθελα δράμα, κλάμα και Τσέχοφ».
Μαθήτρια ακόμη παίζει στην παράσταση «Η δολοφονία» του Ζαν-Πολ Μαρά. «Εχω πει όμως στο θέατρο ότι δεν θέλω να γράψουν το όνομά μου γιατί έχω έρθει παράνομα από το σπίτι μου. Ολοι ανέλαβαν να με προστατέψουν από τους κακούς αστούς. Πριν από την παράσταση κάθε βράδυ κοιτούσα εάν ανάμεσα στο κοινό ήταν και κάποιος από τον Βόλο». Οι γονείς το έμαθαν αρκετά αργότερα από έναν οικογενειακό φίλο – γιατρό που ανέλαβε να τους το πει με τρόπο. «Θρήνησαν. Ο πατέρας δεν το αποδέχτηκε, δεν ήρθε ποτέ να με δει. Η μητέρα με είδε στο “Μάθημα” του Ευγένιου Ιονέσκο». Στο μεταξύ, ο Γιώργος Λαζάνης της έδωσε την πρώτη της κωμωδία. «Δεν θυμάμαι ποια ήταν, θυμάμαι μόνο το κλάμα μου».
Τρία χρόνια η σχολή και άλλα πέντε στο Υπόγειο πέρασαν νερό. Ομως γρήγορα αναζήτησε νέες εμπειρίες γύρω από το θέατρο, σπουδάζοντας κουκλοθέατρο, παντομίμα στο Λονδίνο. «Ηθελα να επαναπροσδιοριστώ, αλλά δύο χρόνια αργότερα επέστρεψα τρέχοντας. Δεν άντεχα τη σκοτεινιά, ονειρευόμουν το αττικό φως». Επιστρέφοντας, με τον Νίκο Αρμάο και τον Γιάννη Χουβαρδά ίδρυσαν τη «Θεατρική Συντεχνία». «Ωραία εποχή, ψάχναμε τις ρίζες μας μέσα από διάφορα δρώμενα», ώς το 1978.
Ακολούθησε η Ξένια Καλογεροπούλου, έπειτα συνάντησε τους Σταμάτη Φασουλή, Αννα Παναγιωτοπούλου, Μίμη Χρυσομάλλη, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, το Ελεύθερο Θέατρο και την Ελεύθερη Σκηνή έως το 1986. Ωσπου μπήκε στα σπίτια όλων από το 1989 έως το 1992 μέσα από τις «Τρεις Χάρι- τες» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. Επιτυχία, θόρυβος, δημοσιότητα, αλλά όταν πια έπεσε η σκόνη του χρόνου γύρισε σελίδα στο θέατρο με συνεργασίες όπως των Βαρβάρας Μαυρομμάτη, Ερρίκου Λίτση, Εκτορα Λυγίζου κι έπειτα από το 2006 με τις σκηνοθεσίες της. «Ηταν συνέχεια από άλλη γωνία», απαντά. Οι επιλογές της
Το ροζ σύννεφο που την τύλιγε όταν μπήκε στο θέατρο, ύστερα από 45 χρόνια δουλειάς, παραδέχεται ότι μπορεί να μην είναι ακριβώς ροζ. «Αλλά είναι το οξυγόνο μου». Εχει φίλους από παλιά, όπως ο Σεραφείμ Βελέντζας από τα χρόνια του Κουν, όμως οι στενοί φίλοι δεν ξεπερνούν τους πέντε. Γάμο δεν έκανε και ας τον πλησίασε τρεις φορές. «Ηταν επιλογή μου. Ηταν άνθρωποι που μου ταίριαζαν, με χιούμορ, μυαλό, αλλά ο γάμος μού προκαλούσε πανικό. Ακόμη και στη συμβίωση ήθελα ιδιώτευση».
Η μοναξιά δεν βαραίνει; «Δεν θέλω να είμαι με κάποιον για να είμαι. Το άλλο βλέμμα όταν είναι όλα καλά σε ανθίζει, όταν περνάει όμως ο χρόνος βαραίνει πάνω σου, το νιώθεις να σε παρακολουθεί. Δεν αντέχω τις αντιπαραθέσεις. Οι φίλοι μου πάντα με θεωρούσαν φευγάτη, όμως τώρα πια πατάω και στη γη. Οι άνθρωποι είναι ατελείς και πορεύονται με τις ανεπάρκειές τους. Ζούμε και δημιουργούμε με το φαντασιακό μας. Βρίσκουμε μια λέξη, ένα βλέμμα, κάτι που μας συγκινεί και μας μετακινεί. Αυτό ερωτευόμαστε». Υπάρχει έρωτας στα 70; «Μέσα μας μπορεί, αλλά δεν υλοποιείται. Ιδανική συνθήκη θα ήταν να είσαι με έναν άνθρωπο, να έχεις μια αγκαλιά, αλλά να είσαι και ανεξάρτητη».
Αυτό της αρέσει στον Πίντερ. Η ματιά του στους ανθρώπους. «Ο τρόπος που βάζει τους ήρωές του να εκφράζονται, το δαιμόνιο χιούμορ του, πώς αναποδογυρίζει τα πάντα φέρνοντας στην επιφάνεια πλευρές που δεν είχες φανταστεί. Λειτουργεί ψυχαναλυτικά με τον φόβο και τις ενοχές». Ο δικός της φόβος; «Δύο είναι στον άνθρωπο, ο έρωτας και ο θάνατος. Στον έρωτα είμαστε ανυπεράσπιστοι, ανοίγεσαι, ενώνεσαι ψυχικά. Οσο για τον θάνατο, δεν συνδιαλέγομαι μαζί του. Ομως εκείνος υπάρχει...».