Σχέδιο ελέγχων σε αγοραπωλησίες από το 2002 και μετά
με πρωταπριλιάτικη «φάρσα», ωστόσο η εφορία φέρεται να δρομολογεί ελέγχους σε όλες τις αγοραπωλησίες ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν από το 2002 και μετά, προκειμένου να εντοπίσει τυχόν «μαύρο» χρήμα που χρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση αγορών, που όμως δηλώθηκαν στην αντικειμενική αξία. Οι έλεγχοι θα γίνονται σε αμφότερους τους συναλλασσόμενους, δηλαδή τόσο στον αγοραστή όσο και στον πωλητή, ώστε να εντοπιστούν οι σχετικές διαφορές. Επί της ουσίας, αν ο αγοραστής δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναντιστοιχία μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής που αναγράφει το συμβόλαιο, δηλαδή μεταξύ της πραγματικής και της αντικειμενικής αξίας, θα κληθεί να καταβάλει πρόστιμο. Σημειωτέον ότι η πρακτική της αναγραφής της αντικειμενικής τιμής στα συμβόλαια των αγοραπωλησιών ήταν κάτι σχεδόν δεδομένο για το σύνολο των εμπλεκομένων σε μια συναλλαγή, του Δημοσίου συμπεριλαμβανομένου. Μάλιστα, οι τράπεζες χορηγούσαν και συμπληρωματικά δάνεια, προκειμένου να καλύπτεται η σχετική διαφορά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αγοραστές δεν θα έχουν πρόβλημα να δικαιολογήσουν τα κεφάλαια που χρηματοδότησαν την απόκτηση του ακινήτου τους. Ωστόσο, σε περίπτωση που έχει όντως χρησιμοποιηθεί «μαύρο» χρήμα, τότε πιθανώς να χρειαστεί να γίνει αποδοχή αναδρομικού ελέγχου «πόθεν έσχες», κάτι που σημαίνει ότι οι συναλλασσόμενοι θα εντάσσονται στη ρύθμιση για το αδήλωτο χρήμα. Σημειωτέον ότι από το 2002 έως το 2010 οι συναλλαγές στην αγορά ακινήτων ανέρχονταν σε περίπου 100.000 κατά μέσον όρο ετησίως, κάτι που σημαίνει ότι οι φορολογικές αρχές έχουν ενώπιόν τους έναν τεράστιο όγκο δεδομένων να επεξεργαστούν.