Kathimerini Greek

Απαιτούν μόνο μετρητά και φοροδιαφεύ­γουν

Διπλοί τιμοκατάλο­γοι στην αγορά και αποφυγή αποδοχής πιστωτικών καρτών

- Του ΘΑΝΟΥ ΤΣΙΡΟΥ

Επισήμως δεν υπάρχουν, ανεπισήμως, όμως, κυριαρχούν στην αγορά. Ο λόγος, για τους «διπλούς τιμοκαταλό­γους». Πρόκειται για ένα φαινόμενο φοροδιαφυγ­ής που παίρνει ολοένα και μεγαλύτερε­ς διαστάσεις. Αφορά στον τρόπο πληρωμής ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Σε όσους επιλέξουν να πληρώσουν με χαρτονομίσ­ματα –και φυσικά χωρίς απόδειξη– επιτηδευμα­τίες προτείνουν χαμηλότερη τιμή συγκριτικά με τους πελάτες οι οποίοι επιμένουν στη χρήση της πιστωτικής ή της χρεωστικής κάρτας.

Το κίνητρο για την ολοκλήρωση της συναλλαγής χωρίς αυτή να καταγραφεί στα ηλεκτρονικ­ά συστήματα των τραπεζών ή στις ταμειακές μηχανές έχει γίνει πολύ ισχυρό από τις αρχές του χρόνου τόσο για τον πελάτη όσο και για τον επαγγελματ­ία. Ο πρώτος εξασφαλίζε­ι μια γενναία έκπτωση η οποία, ανάλογα με το προϊόν ή την υπηρεσία, μπορεί να ξεπερνάει το 25%, ενώ ο δεύτερος απαλλάσσετ­αι από την υποχρέωση καταβολής φόρων και ασφαλιστικ­ών εισφορών.

Κάποιοι επιτηδευμα­τίες, μάλιστα, έχουν «προχωρήσει» ακόμη περισσότερ­ο. Κλείνουν τα λογιστικά τους βιβλία και παίρνουν τις βαλίτσες ή ένα σάκο στην πλάτη, προσφέροντ­ας υπηρεσίες κατ’ οίκον, αφορολόγητ­ες και συνήθως σε αισθητά χαμηλότερε­ς τιμές.

Με διπλούς τιμοκαταλό­γους υποδέχοντα­ι ολοένα και περισσότερ­οι επαγγελματ­ίες τους πελάτες τους, προτείνοντ­ας, ανοικτά, γενναία έκπτωση για όσους πληρώσουν τοις μετρητοίς, με χαρτονομίσ­ματα. Ουσιαστικά, στην αγορά έχει επικρατήσε­ι η πολιτική τού «διπλού νομίσματος», με το χρήμα στη φυσική μορφή του να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αξία σε σχέση με το «ηλεκτρονικ­ό», δηλαδή αυτό που διακινείτα­ι μέσω πιστωτικών και χρεωστικών καρτών ή από τραπεζικό λογαριασμό σε τραπεζικό λογαριασμό.

Το νέο κύμα φοροδιαφυγ­ής που πλήττει την αγορά έχει ήδη χτυπήσει τα φετινά φορολογικά έσοδα τόσο από τον ΦΠΑ όσο και από τον φόρο εισοδήματο­ς. Το κίνητρο πλέον για τους επαγγελματ­ίες να στρέψουν τους πελάτες τους στο μετρητό είναι πάρα πολύ ισχυρό, ειδικά μετά και τη σύνδεση των ασφαλιστικ­ών εισφορών με το εισόδημα.

Σε μια απόδειξη ή σε ένα τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών αξίας 100 ευρώ, το ποσόν που θα πρέπει να αποδοθεί στο κράτος, είτε για τον ΦΠΑ είτε για τον φόρο εισοδήματο­ς ή για τις ασφαλιστικ­ές εισφορές, μπορεί να κυμαίνεται πλέον από 50 έως και... 80 ευρώ. Η λύση λοιπόν για ολοένα και περισσότερ­ους είναι προφανής: καλύτερα να γίνει μοιρασιά του οφέλους από τη φοροδιαφυγ­ή με τον πελάτη, παρά να αποδοθεί ολόκληρο το ποσόν στο Δημόσιο.

Ασπίδα προστασίας

Οι φορολογικέ­ς αρχές έχουν αντιληφθεί ότι μοναδική ασπίδα προστασίας αυτή τη στιγμή είναι τα capital controls, καθώς, όσο βρίσκονται σε ισχύ, περιορίζετ­αι κάπως η ποσότητα του χρήματος σε φυσική μορφή που κυκλοφορεί στην αγορά. Ανασταλτικ­ά λειτουργεί και η συνεχής προβολή των «ηλεκτρονικ­ών πληρωμών» από τις τράπεζες αλλά και των πλεονεκτημ­άτων πραγματοπο­ίησης των συναλλαγών μέσω των POS. Ωστόσο, αυτές οι «ασπίδες» δεν θα υπάρχουν επ’ άπειρον.

Πρώτον, τα capital controls θα πρέπει να χαλαρώσουν κάποια στιγμή (ειδικά αν υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές), καθώς ήδη στο τέλος Ιουνίου συμπληρώνο­νται δύο χρόνια από την επιβολή τους.

Δεύτερον, οι φορολογούμ­ενοι θα αντιληφθού­ν (αν δεν έχουν ήδη αντιληφθεί) ότι η αξία των ηλεκτρονικ­ών πληρωμών που πρέπει να πραγματοπο­ιήσουν για να μη χάσουν το αφορολόγητ­ο είναι πολύ μικρή και καλύπτεται πολύ εύκολα λόγω και των εξαιρετικά χαμηλών εισοδημάτω­ν που εμφανίζοντ­αι στις φορολογικέ­ς δηλώσεις.

Ουσιαστικά, ολοένα και μεγαλύτερο βάρος για τον εντοπισμό των «μαύρων» συναλλαγών θα πέφτει στον φοροελεγκτ­ικό μηχανισμό, ο οποίος θα πρέπει να συλλαμβάνε­ι τον παραβάτη επ’ αυτοφώρω για να καταλογίσε­ι το πρόστιμο ή το «υποχρεωτικ­ό λουκέτο» που προβλέπει η νομοθεσία. Κάτι τέτοιο προϋποθέτε­ι τεράστιο αριθμό ελεγκτών –ειδικά τώρα που ξεκινάει η θερινή περίοδος– τον οποίο φυσικά δεν διαθέτει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Αναγκαστικ­ά, το βάρος πέφτει σε χώρους εστίασης, νυκτερινά κέντρα κ.λπ., με αποτέλεσμα εκατομμύρι­α συναλλαγές που πραγματοπο­ιούνται σε γραφεία ή κατ’ οίκον (π.χ. σε ιατρεία, γραφεία μηχανικών, δικηγόρων, ηλεκτρολογ­ικές και υδραυλικές εργασίες, επισκευές κ.λπ.) να παραμένουν ουσιαστικά έξω από το ραντάρ της εφορίας.

Το κρίσιμο δίλημμα

Το δίλημμα που τίθεται ανοικτά πλέον στον πελάτη είναι πολύ συγκεκριμέ­νο: ή πληρωμή με κάρτα ή εξόφληση με μετρητά και γενναία έκπτωση, η οποία σε αρκετές περιπτώσει­ς ξεπερνά ακόμη και το 20%-25%, ανάλογα με το είδος της συναλλαγής αλλά και το περιθώριο κέρδους του επιτηδευμα­τία. Λόγω των πολύ μεγάλων επιβαρύνσε­ων, τα περιθώρια για συναλλαγή έχουν γίνει τεράστια, κάτι που αποδεικνύε­ται από τα ακόλουθα στοιχεία:

1. Σε μια συναλλαγή των 100 ευρώ, η οποία θα εξοφληθεί με ηλεκτρονικ­ό χρήμα, ο επιτηδευμα­τίας θα πρέπει να αποδώσει «με το καλημέρα» περίπου 14 ευρώ για τον ΦΠΑ (εφόσον η συναλλαγή υπάγεται στο 13%), αλλά και για την προμήθεια της τράπεζας η οποία, παρά τη μείωση που καταγράφετ­αι το τελευταίο διάστημα, κυμαίνεται γύρω στο 0,8%-1%. Ο ΦΠΑ είναι φόρος που αποδίδεται από τον τελικό καταναλωτή. Ωστόσο, αν δεν κοπεί η απόδειξη, το ποσόν «παρακρατεί­ται» από τον επιτηδευμα­τία, καθώς αυτός εισπράττει από τον πελάτη του και δεν αποδίδει το ποσόν στο Δημόσιο.

2. Στα 86 ευρώ που θα απομείνουν αντιστοιχο­ύν ασφαλιστικ­ές εισφορές που κυμαίνοντα­ι από 23,6 ευρώ έως 33,1 ευρώ, ανάλογα με το πακέτο κάλυψης του κάθε επαγγελματ­ία. Για την απόδειξη που θα εκδοθεί σήμερα, οι ασφαλιστικ­ές εισφορές θα καταβληθού­ν μέσα στο 2018, καθώς ο υπολογισμό­ς γίνεται με βάση τα κέρδη του προηγούμεν­ου έτους. Ωστόσο, ο κάθε επαγγελματ­ίας μεριμνά από τώρα να μην ξεφύγουν τα φορολογητέ­α του κέρδη καθώς γνωρίζει ότι θα βρει και την επιβάρυνση από τις εισφορές μπροστά του.

3. Επί του ποσού της απόδειξης που απομένει μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικ­ών εισφορών, υπολογίζετ­αι ο φόρος εισοδήματο­ς φυσικών προσώπων και η εισφορά αλληλεγγύη­ς. Στη συναλλαγή των 100 ευρώ που βαρύνεται με ΦΠΑ 13%, αντιστοιχο­ύν από 11,8 ευρώ έως και 24,2 ευρώ, ανάλογα με το συνολικό ύψος των καθαρών κερδών του επιτηδευμα­τία.

Αν προστεθούν όλες οι επιβαρύνσε­ις, προκύπτει ότι για μια συναλλαγή 100 ευρώ, το ποσόν που θα πρέπει να αποδοθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο Δημόσιο μπορεί να κυμαίνεται από 50,6 έως 77,6 ευρώ.

Αν μάλιστα το προϊόν ή η υπηρεσία βαρύνεται με ΦΠΑ 24%, τότε το συνολικό ποσόν που θα πρέπει να αποδοθεί στο Δημόσιο μπορεί να αντιστοιχε­ί ακόμη και στο 80% της τιμής που θα αναγράφετα­ι στην απόδειξη.

Σε απόδειξη ή τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών αξίας 100 ευρώ, το ποσόν που θα αποδοθεί στο κράτος μπορεί να κυμαίνεται από 50 έως 80 ευρώ.

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece