Η κατάρρευση της συμφωνίας ΕΡΕ - Ε.Κ.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1966 ορκίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο, η οποία στηρίχθηκε τόσο από την ΕΡΕ όσο και από την Ενωση Κέντρου. Η εξέλιξη αυτή έμοιαζε να ανοίγει τον δρόμο για την ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης, η οποία από τον Ιούλιο του 1965 και μετά είχε σοβαρά επιδεινωθεί. Ωστόσο, οι ελπίδες θα αποδεικνύονταν τελικά φρούδες, διότι η σύμπραξη ΕΡΕ και Ενωσης Κέντρου δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Στα τέλη Μαρτίου του 1967, με αφορμή διαφωνία επί τροπολογίας για την ασυλία των βουλευτών, η συνεργασία των δύο κομμάτων διακόπηκε και η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου δεν στάθηκε δυνατόν να ολοκληρώσει την αποστολή της και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές.
Η πτώση της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου εγκαινίασε έναν νέο κύκλο διεργασιών, οι οποίες κατέληξαν στις 3 Απριλίου 1967 στον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας της ΕΡΕ, με πρωθυπουργό τον Κανελλόπουλο. Ο Κανελλόπουλος είχε ήδη από την επαύριον της συμφωνίας του με τον Γεώργιο Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1966 υπαινιχθεί με σαφήνεια το ενδεχόμενο να αναλάμβανε, εφόσον οι συνθήκες το απαιτούσαν, ο ίδιος την πρωθυπουργία. Ο αρχηγός της ΕΡΕ είχε τότε κάνει νύξη για την ύπαρξη «δεύτερης φάσης», υπονοώντας ακριβώς τον σχηματισμό κυβέρνησης του κόμματός του πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών. Οπως εξηγούσε, τις σκέψεις του περί ενδεχόμενης «δεύτερης φάσης» είχαν υπαγορεύσει δύο παράγοντες: Πρώτον, η πιθανότητα αποτυχίας της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου λόγω ασυμφωνίας στην πορεία ανάμεσα στην ΕΡΕ και στην Ενωση Κέντρου. Και δεύτερον (και σημαντικότερο), η αποτροπή ενδεχομένου συνταγματικής εκτροπής, η οποία – κατά τη γνώμη του Κανελλόπουλου– θα καθίστατο για πολλούς λόγους δυσχερέστερη εφόσον ο ίδιος βρισκόταν στην πρωθυπουργία.
Στα τέλη Μαρτίου, με αφορμή διαφωνία επί τροπολογίας για την ασυλία των βουλευτών, η συνεργασία ΕΡΕ και Ενωσης Κέντρου διακόπηκε.