Τα ασαφή όρια μεταξύ καλού και κακού
Η ηθική κατάπτωση του σύγχρονου ανθρώπου κατά τον Λάζλο Κρασναχορκάι
στη μελέτη του, «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας», ο Γιαν Κοτ αφουγκράζεται τις θεολογικές και φιλοσοφικές αντηχήσεις του «Βασιλιά Ληρ» στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» και στο «Τέλος του παιχνιδιού», τα δύο από τα τέσσερα μείζονα θεατρικά έργα του Σάμιουελ Μπέκετ (τα άλλο δύο είναι οι «Ευτυχισμένες μέρες» και η «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ»). Ορισμένες αναλογίες που διακρίνει ανάμεσα στα έργα είναι εύστοχες και τεκμηριωμένες· κάποιες άλλες είναι υπερβολικές και παρατραβηγμένες. Ωστόσο, η τοποθέτηση στο ίδιο κάδρο του Χαμ από το «Τέλος του παιχνιδιού» και του βασιλιά Ληρ από το ομώνυμο έργο, είναι από εκείνες τις αντιστοιχίσεις που κάνουν τον αναγνώστη να αισθάνεται ένα σκίρτημα, ένα τράνταγμα, καθώς τον διαπερνά, απελευθερωμένη, η ηλεκτρική ενέργεια μιας στιγμιαίας ενόρασης: «Ο Χαμ εξακολουθεί να είναι ο αφέντης και η αναπηρική πολυθρόνα του θυμίζει θρόνο. Στην παράσταση του έργου στο Λονδίνο φορούσε μια ξεθωριασμένη πορφύ- ρα και σφούγγιζε το πρόσωπό του μ’ ένα ματοβαμμένο μαντίλι. Ηταν, όπως ο βασιλιάς Ληρ, ένας ξεπεσμένος και ανίσχυρος τύραννος, ένα “ερειπωμένο κομμάτι φύσης”».
Σαν «ξεπεσμένος και ανίσχυρος τύραννος» και ακόμη περισσότερο σαν «ένα ερειπωμένο κομμάτι φύσης» μοιάζει και ο κύριος Εστερ, καθώς υποδέχεται «με μια αυταρχική χειρονομία» τον αφοσιωμένο βοηθό του, Βάλουσκα. Το επεισόδιο λαμβάνει χώρα στο σπίτι του κ. Εστερ, στο δεύτερο μέρος της «Μελαγχολίας της αντίστασης», του μυθιστορήματος που εξέδωσε το 1989 ο σπουδαίος και δικαίως πολυβραβευμένος Ούγγρος πεζογράφος, Λάζλο Κρασναχορκάι. Μπορεί ο κ. Εστερ να μην είναι καθηλωμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα σαν τον Χαμ, ωστόσο είναι κι αυτός αυτοεξόριστος από τον επικίνδυνο κόσμο των κοινών συνηθειών και των απρόβλεπτων ανατροπών τους, περνώντας το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, σε μια ενδιάμεση κατάσταση πνευματικής διαύγειας και κατατονίας. Και μπορεί ο Βάλουσκα, αυτός ο φάρος καλοσύνης και ανιδιοτέλειας, να μη διαθέτει προφανώς τον κλοουνίστικο σαδισμό του Κλοβ, του υπηρέτη του Χαμ στο «Τέλος του παιχνιδιού», ωστόσο, όπως ο Κλοβ, βρίσκεται κι αυτός σε αέναη κίνηση διαγράφοντας μάταια κύκλους και σπείρες γύρω από τον εγκλωβισμένο και σχεδόν ακινητοποιημένο κ. Εστερ, το κέντρο βάρους της ύπαρξής του, τον οποίο επίσης ενημερώνει για τα τεκταινόμενα στον έξω κόσμο. Και άλλωστε, όπως ο Κλοβ και ο γελωτοποιός του βασιλιά Ληρ, οι μακρινοί πρόγονοί του, έχει κι ο Βάλουσκα το ταλέντο να διασκεδάζει τους ανθρώπους γύρω του· την πρώτη φορά που τον αντικρίζουμε, στην αρχή του δεύτερου μέρους, προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στους θαμώνες ενός καφενείου το δέος και τον θαυμασμό για τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, αναμειγνύοντάς τους σε μια κωμικά μελαγχολική περφόρμανς.
Οι ομοιότητες της «Μελαγχολίας της αντίστασης» με το «Τέλος του παιχνιδιού» δεν σταματούν εδώ. Καθώς τελειώνει με την ωμή, κλινική περιγραφή των βιοχημικών διαδικασιών αποσύνθεσης του πτώματος μιας από τις κεντρικές ηρωίδες, της ίδιας που πρωταγωνιστεί στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου, το μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι φέρει μέσα του τον σπόρο της φράσης που φυτεύτηκε στο «Τέλος του παιχνιδιού», το ζοφερότερο από τα έργα του Μπέκετ: «Το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή, κι ωστόσο συνεχίζουμε». Ομως η «Μελαγχολία της αντίστασης» απομακρύνεται από την μπεκετική αλληγορία για τον αφανισμό του όντος με δύο τρόπους. Ανάμεσα στον Βάλουσκα και στον κ. Εστερ αναπτύσσεται ένας ισχυρός δεσμός αλληλοσεβασμού και φιλίας και όχι παθολογικής, κακοφορμισμένης εξάρτησης όπως στην περίπτωση των Χαμ και Κλοβ. Μάλιστα, όταν οι δυο τους κάνουν έναν περίπατο στους παγωμένους δρόμους της επινοημένης ουγγρικής πολίχνης στην οποία εκτυλίσσεται η υπόθεση, με τον κ. Εστερ υποβασταζόμενο από τον Βάλουσκα, οι ήρωες σπάνε οριστικά τα προπατορικά τους καλούπια: είναι η στιγμή που ο Κρασναχορκάι ολοκληρώνει την αναγκαία συγγραφική πατροκτονία. Επιπρόσθετα, η «Μελαγχολία της αντίστασης» δεν περιορίζεται στις διαστάσεις της ατομικής υπαρξιακής συνθήκης, αντίθετα φιλοδοξεί – και καταφέρνει στον μέγιστο βαθμό – να αποτυπώσει τον αργό θάνατο μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι σκουπίδια, τα κτίρια σημαδεμένα από τις ουλές του χρόνου· μια ατμόσφαιρα παρακμής διαχέεται μέσα από τη μοναξιά και την ξιπασιά που αναδίδουν οι μονόλογοι της φαντασμένης κ. Εστερ καθώς κι από τα επιθετικά ή περιπαικτικά βλέμ- ματα που οι κάτοικοι της πολίχνης εκτοξεύουν προς στον αλαφροΐσκιωτο, μα κάθε άλλο παρά ανόητο Βάλουσκα. Η έλευση της γιγαντιαίας φάλαινας, της αινιγματικής ατραξιόν που έχει να επιδείξει το τσίρκο που καταφτάνει στην πόλη, σε συνδυασμό με την εισβολή μιας ομάδας ταραχοποιών η οποία υποτίθεται ότι ακολουθεί το τσίρκο στους σταθμούς της περιοδείας του, πυροδοτούν όργια φημών και ενεργοποιούν αρχέγονες προκαταλήψεις, τροφοδοτώντας συνεχώς με καύσιμα τον κλίβανο της μαζικής υστερίας, ενόσω οι επιθέσεις σε πολίτες και οι βάναυσες λεηλασίες θα δώσουν τη χαριστική βολή στην ετοιμοθάνατη κοινότητα. Το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή κι ωστόσο κάποιοι συνεχίζουν ακάθεκτοι: επωφελούμενοι από τις συνθήκες πολιτικής αποσταθεροποίησης και ηθικής εξαχρείωσης, οι καιροσκόποι αξιοποιούν την ευκαιρία για να ανέλθουν χωρίς κόπο στα υψηλότερα τοπικά αξιώματα.
Ο Ούγγρος συγγραφέας στο βιβλίο καταφέρνει στον μέγιστο βαθμό να αποτυπώσει τον αργό θάνατο μιας ολόκληρης κοινωνίας.