Η διπλή πρόκληση των αποκρατικοποιήσεων
Αντιμέτωπη με τη διπλή πρόκληση της εκκίνησης μιας νέας γενιάς αποκρατικοποιήσεων και της σύστασης ενός νέου υπερταμείου που θα αποκόψει από την επιρροή της εκάστοτε κρατικής εξουσίας δεκάδες ΔΕΚΟ βρίσκεται η κυβέρνηση. Μια ξεκάθαρα ξένη γι’ αυτή πολιτική, που δεν συγκεντρώνει καν τη συναίνεση της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας, πόσο μάλλον της κομματικής της βάσης.
Χωρίς τη δικαιολογία πως ολοκληρώνει διαγωνισμούς που άρχισαν άλλoι και άρα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει, θα εκπλήξει για τις ικανότητές της, εάν καταφέρει έστω και μέρος όσων εμφανίζεται έτοιμη να δεχθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας της δεύτερης αξιολόγησης.
Ομως με την οικονομία να διψά από καιρό για εισροές κεφαλαίων και νέες επενδύσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη χρηματοδοτική δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος πεπερασμένη, οι αποκρατικοποιήσεις και οι μακροχρόνιες παραχωρήσεις εμφανίζονται πρακτικά μονόδρομος για την επανεκκίνηση της οικονομίας, εκτιμούν ολοένα και περισσότεροι οικονομολόγοι. Και αυτό, διότι η δεύτερη οδός από την οποία θα μπορούσαν να εισέλθουν ξένες επενδύσεις, αυτή της αναδιάρθρωσης των βιώσιμων προβληματικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών, εκτιμάται ότι μπορεί να απαιτήσει περισσότερο χρόνο.
Ωστόσο, οι μέχρι στιγμής επιδόσεις των ελληνικών κυβερνήσεων στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων είναι απογοητευτικές: ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης μιας αποκρατικοποίησης, από την προκήρυξη του διαγωνισμού έως το οικονομικό κλείσιμο της συναλλαγής, υπερβαίνει τα τέσσερα χρόνια ή ακόμα και τα πέντε.
Τώρα η κυβέρνηση καλείται να προχωρήσει σε μία σειρά αποκρατικοποιήσεων που περιλαμβάνει κρίσιμες συμμετοχές σε επιχειρήσεις όπως τα ΕΛΠΕ, ο ΟΤΕ, η ΔΕΠΑ, ο ΔΕΣΦΑ, η ΔΕΗ, ο ΔΑΑ, η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ και παραχωρήσεις, όπως της Εγνατίας οδού. Ολα δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο του ΤΑΙΠΕΔ. Μάλιστα, τις τελευταίες ημέρες προχώρησε στην προκήρυξη διεθνών διαγωνισμών για την πρόσληψη συμβούλων για όλες σχεδόν αυτές τις συμμετοχές, προφανώς κατόπιν αδείας από τον βασικό του μέτοχο, δηλαδή την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. (Hellenic Company of Assets and Participations - HCAP), με άλλα λόγια το υπερταμείο που «ακούει» στο υπουργείο Οικονομικών.
Βέβαια, η πρόσληψη συμβούλων δεν αποτελεί παρά ένα τυπικό βήμα για να φανεί ότι «κάτι κάνουμε», όπως έχει παραδεχθεί off the record κορυφαίος υπουργός. Εξάλλου, οι προθεσμίες γι’ αυτές τις αποκρατικοποιήσεις, σύμφωνα με τις ενδείξεις από τις προκηρύξεις για τη διάρκεια των συμβάσεων των συμβούλων, δείχνουν πως εκτείνονται βαθιά, ακόμα και μετά τα μέσα του 2018. Προφανώς, υπό την πολιτική εκτίμηση πως όσο πιο αργά γίνουν οι αποκρατικοποιήσεις αυτές, τόσο μικρότερη η «βλάβη» της κυβέρνησης από τις αντιδράσεις του κομματικού της ακροατηρίου αλλά και των εκάστοτε συμφερόντων που θίγονται σε κάθε ιδιωτικοποίηση.
Αλλά αυτή η τακτική, που είναι πλέον εμφανής σε όλους ένθεν κακείθεν των συνόρων, ακυρώνει ένα από τα βασικά οφέλη των αποκρατικοποιήσεων, εξηγούν παράγοντες της αγοράς και επενδυτικοί τραπεζίτες: τη διαμόρφωση ενός φιλοεπενδυτικού κλίματος που θα προσελκύσει περισσότερα κεφάλαια στη χώρα και θα μετατρέψει τον φαύλο κύκλο της ύφεσης σε ενάρετο κύκλο επενδύσεων. Αλλά η κυβέρνηση όχι μόνον προσπαθεί συνεχώς να «κερδίσει» χρόνο αλλά επιχειρεί να απαξιώσει έστω και επικοινωνιακά το «επάρατο» ΤΑΙΠΕΔ.
Είναι χαρακτηριστικό πως αυτή την εβδομάδα στις συζητήσεις με τους δανειστές ετέθη το ζήτημα της ανανέωσης του βίου του ΤΑΙΠΕΔ. Η διάρκεια ζωής του, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, λήγει το καλοκαίρι και οι Ευρωπαίοι δανειστές πιέζουν για υπουργική απόφαση ή και νομοθέτηση τριετούς παράτασης, με την ελληνική πλευρά να εμφανίζεται να θέλει βραχύτερο βίο.
Επιπλέον, η σημερινή διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ, από την οποία λείπουν δύο από τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου μετά την υπουργοποίηση Πιτσιόρλα και την αποχώρηση νωρίτερα άλλου, αφενός τελεί υπό αξιολόγηση και αφετέρου χρειάζεται άμεση λύση για τη θέση του προέδρου, καθώς η εξάμηνη θητεία του εκτελούντος χρέη προέδρου, Αντ. Λεούση, λήγει τις επόμενες ημέρες.
Η κυβέρνηση οφείλει να εκκινήσει μία νέα γενιά ιδιωτικοποιήσεων και να συστήσει το υπερταμείο που θα κόψει τον ομφάλιο λώρο των ΔΕΚΟ με την κυβέρνηση.